Η υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας, Μαρία Φέκτερ και η ελβετίδα ομόλογός της, Εβελίνε Βίντμερ-Σλουμπφ, υπέγραψαν στη Βέρνη, τη διμερή φορολογική συμφωνία για τη φορολόγηση τραπεζικών λογαριασμών «μαύρου χρήματος» που διατηρούν Αυστριακοί σε ελβετικές τράπεζες. Η Φέκτερ το χαρακτήρισε μάλιστα ως «μεγαλεπήβολο έργο».
Η συμφωνία αποτελείται από δύο βασικά μέρη, αφενός ένα που προβλέπει μία εφάπαξ φορολόγηση με συντελεστή ανάμεσα σε 15% και 38% (κατά τι μικρότερο από εκείνο που προβλέπεται στην αντίστοιχη συμφωνία Ελβετίας-Γερμανίας και που κυμαίνεται μεταξύ 34% και 41%) για μη καταβληθέντες φόρους και αφετέρου τη φορολόγηση μελλοντικά των ετήσιων τόκων των καταθέσεων με συντελεστή 25%.
Μετά τη σημερινή υπογραφή της συμφωνίας για τη φορολόγηση λογαριασμών Αυστριακών στην Ελβετία, θα αρχίσει η διαδικασία επικύρωσής της στην Ελβετία (όπου απαιτείται η διενέργεια σχετικού δημοψηφίσματος) και στην Αυστρία, με στόχο, αφού τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2013, να αποδείξει την πλήρη αποτελεσματικότητά της εντός του έτους.
Η Αυστρία έχει προβλέψει στον προϋπολογισμό της για το 2013 και στο πλαίσιο του πακέτου λιτότητας ύψους 27 δισ. ευρώ για τα επόμενα πέντε χρόνια, την είσπραξη ενός δισ. ευρώ από αυτό τον φόρο «μαύρου χρήματος» είναι όμως ακόμη ασαφές ποιο θα είναι το ποσό που πραγματικά θα εισπραχτεί το 2013, καθώς κανείς δεν γνωρίζει πώς θα συμπεριφερθούν οι φοροφυγάδες.
Τα ετήσια έσοδα από την είσπραξη του φόρου των τόκων καταθέσεων, που θα είναι υποχρεωτικός για τις αυστριακές καταθέσεις στην Ελβετία και θα αποδίδεται στην Αυστρία, υπολογίζεται να ανέρχονται σε 50 εκατ. ευρώ.
Όπως γράφει το ΑΜΠΕ σύμφωνα με εκτιμήσεις της αυστριακής κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, το ποσό των χρημάτων Αυστριακών που βρίσκεται σε ελβετικές τράπεζες πρέπει να ανέρχεται σε 15 έως 20 δισ. ευρώ, χωρίς να μπορεί να διακριβωθεί τί ποσοστό απ’ αυτό είναι «μαύρο χρήμα».
Της συμφωνίας, που υπέγραψε σήμερα η χώρα του με την Ελβετία, υπεραμύνθηκε ο αυστριακός υπουργός Οικονομίας, Ράινχολντ Μίτερλενερ, ο οποίος, σχολιάζοντας τη σχετική κριτική που διατυπώθηκε από διάφορες πλευρές, επισήμανε πως είναι καλύτερο ο προβληματισμός να «λύνεται περίπου σωστά από το να μην λύνεται απολύτως σωστά».
Υπέρ της υπογραφής της διμερούς συμφωνίας, που την χαρακτήρισε «αναγκαία», επιχειρηματολόγησε σε δηλώσεις του στη δημόσια αυστριακή τηλεόραση και ο αυστριακός υφυπουργός Οικονομικών, Αντρέας Σίντερ, ο οποίος υπεραμύνθηκε και του γεγονότος ότι η Αυστρία, όπως νωρίτερα η Γερμανία και η Βρετανία, προχώρησαν στην υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας, χωρίς να περιμένουν μια ρύθμιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.