Ούτε στην αγορά ομολόγων αλλά ούτε και στο ελληνικό Χρηματιστήριο δεν έδωσε ανάσα η απόφαση της Moody΄s να προχωρήσει αιφνιδιαστικά στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας κατά δύο βαθμίδες. Ο οίκος μπορεί να κάνει λόγο για καθαρή έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα αλλά οι αγορές εξακολουθούν να παραμένουν επιφυλακτικές.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στην έναρξη της χθεσινής διαπραγμάτευσης υποχώρησαν σημαντικά αλλά σύντομα οι πωλητές έκαναν την εμφάνισή τους και ανέτρεψαν την εικόνα.
Ενδεικτική είναι η πορεία της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου. Υποχώρησε αρχικά έως και στο 4,296% για να σκαρφαλώσει όμως στη συνέχεια στη ζώνη του 4,4% όταν στις 25 Ιανουαρίου είχε καταγραφεί ιστορικό χαμηλό δωδεκαετίας με 3,6%.
Στο ελληνικό χρηματιστήριο, ο γενικός δείκτης κατέγραψε περιορισμένα κέρδη 0,79% αναντίστοιχα της θεαματικής αναβάθμισης από τη Moody’s. Αξίζει να σημειωθεί ότι η βαθμολόγηση του αμερικανικού οίκου, ακόμα και μετά τη διπλή αναβάθμιση παραμένει ένα σκαλοπάτι χαμηλότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες της Fitch και της Standard & Poor’s.
Με ανακοίνωσή του, το υπουργείο Οικονομικών τόνισε χθες ότι «ενισχύονται περαιτέρω οι θετικές προσδοκίες για το 2018, καθώς στους δύο πρώτους μήνες και οι τρεις οίκοι έχουν προχωρήσει σε αναβάθμιση της χώρας».
Την ίδια ώρα πάντως, με έκθεσή της η Citi προχωρά σε δυσοίωνες εκτιμήσεις τόσο για την ανάπτυξη όσο και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Για το 2017, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μόλις που ξεπέρασε το 1% ενώ από φέτος έως και το 2022 προβλέπεται να κινηθεί στη ζώνη του 1,2% -1,5%.
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα όπου ο πήχης του Μνημονίου ορίζει στόχο 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022, η Citi προβλέπει αποκλίσεις με πλεόνασμα 3,1% του ΑΕΠ φέτος και 2,8% του ΑΕΠ το 2019, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενεργοποίηση των μέτρων ( μείωση συντάξεων και αφορολογήτου) και των αντίμετρων .