«Η ΕΚΤ θα μπορούσε να είχε αποφύγει αρκετές κρίσεις, με το να γίνει δανειστής ύστατης καταφυγής, προς την κατεύθυνση της άμεσης ενίσχυσης των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, που ταλανίζονται από τις κρίσεις χρέους», υπογραμμίζει με άρθρο στον ιστότοπο του London School of Economics, ο καθηγητής του ομότιμου πανεπιστημίου Πωλ Ντε Γκρο.

Ο καθηγητής Εφαρμοσμένων Οικονομικών του LSE, που από το 1997 είχε ασκήσει δριμεία κριτική και είχε τονίσει, μέσα από το βιβλίο του «Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης», ότι οι στρεβλώσεις της ΟΝΕ θα οδηγήσουν σε ασυμμετρικά σοκ και κρίσεις που θα φέρουν τη διάλυση της, υποστηρίζει ότι «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει σχεδιαστεί λάθος και συνεχίζει να μη λειτουργεί ως δανειστής τελευταίας καταφυγής».

Ως εκ τούτου, «οι τράπεζες συνεχίζουν να ταλανίζονται από την αβεβαιότητα, κάτι που ίσως οδηγήσει σε περαιτέρω ρευστοποιήσεις του χρέους του, που είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που επιδιώκει η ΕΚΤ», αναφέρει ο κ. Ντε Γκρο.

«Τι μπορεί ένα τρισεκατομμύριο ευρώ να αγοράσει αυτές τις ημέρες;», ρωτάει υποθετικά ο Βέλγος οικονομολόγος. «Όχι αρκετά εάν είσαι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είναι υπεύθυνη για την νομισματική πολιτική των 17 κρατών – μελών της Ευρωζώνης», απαντάει. «Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, η Τράπεζα διοχέτευσε τεράστια ποσά ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, 489 δισ. ευρώ συγκεκριμένα.

Έπειτα, στα τέλη Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, η ΕΚΤ δημιούργησε άλλο ένα ποσό 529 δισ. ευρώ, ώστε να βοηθήσει το τραπεζικό σύστημα. Υπάρχουν λίγες αμφιβολίες για το αν αυτό ήταν απαραίτητο, προκειμένου να εμποδίσει την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος , από το στέγνωμα της ρευστότητας», τονίζει ο καθηγητής Πολ Ντε Γκρο.

«Καθώς, ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν τη λειτουργία «του τελευταίου καταφυγίου», υπάρχουν ανησυχίες ότι αυτές οι λειτουργίες θα οδηγήσουν στο ρίσκο του ηθικού κινδύνου. Δηλαδή, οι τράπεζες θα έχουν κίνητρα τα αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο, προετοιμάζοντας το δρόμο για τις επόμενες κρίσεις», σχολιάζει ο καθηγητής του LSE. «Σε περιόδους κρίσεων, μία κεντρική τράπεζα έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο διάβολους. Ο πρώτος είναι η επικείμενη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Ο άλλος είναι ο διάβολος ενός μελλοντικού ηθικού κινδύνου. Μία υπεύθυνη κεντρική τράπεζα συνήθως θέλει να αποφύγει τον πρώτο διάβολο», συμπληρώνει ο κ. Ντε Γκρο.

«Ενώ η λειτουργία της ΕΚΤ ως δανειστή ύστατης καταφυγής ήταν απαραίτητη και βοήθησε στη σταθεροποίηση των αγορών κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης, ήταν ταυτόχρονα λάθος σχεδιασμένη. Ο κακός σχεδιασμός αυτών των λειτουργιών εξηγεί, ακόμη, γιατί η ΕΚΤ αναγκάστηκε να ρίξει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στο τραπεζικό σύστημα, αυξάνοντας δραματικά τους ισολογισμούς της», υπογραμμίζει ο Βέλγος οικονομολόγος.

«Τι πήγε λάθος με τον τρόπο που η ΕΚΤ σχεδιάστηκε, ώστε να λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης καταφυγής;», ρωτάει ο Πολ Ντε Γκρο. «Είναι σημαντικό, να έχουμε κατά νου, ότι η παρούσα κρίση του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης προκλήθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, από τη δημοσιονομική κρίση χρέους, που έκανε την εμφάνιση της στις αρχές του 2010», απαντάει ο ίδιος.

«Μετά την ελληνική πανωλεθρία, της έκθεσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στην αφερεγγυότητα, οι επενδυτές πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να πουλούν τα κρατικά ομόλογα και των άλλων περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης», συμπληρώνει. «Θα έλεγα ότι αυτές οι χώρες ήταν φερέγγυες, αλλά πιάστηκαν σε μία κρίση ρευστότητας, προερχόμενη από τις μαζικές πωλήσεις των ομολόγων που οδήγησαν στην κατάρρευση των τιμών των ομολόγων και σε ένα, τεραστίων διαστάσεων, ύψος στα επιτόκια δανεισμού. Από τη στιγμή που τα περισσότερα κρατικά ομόλογα βρίσκονταν στα χέρια των τραπεζών της Ευρωζώνης, η δημοσιονομική κρίση χρέους μετατράπηκε σε τραπεζική κρίση», υποστηρίζει ο κ. Ντε Γκρο.

«Η ανταπόκριση της ΕΚΤ, εκείνη τη στιγμή, θα έπρεπε να κινιόταν προς την κατεύθυνση της προμήθειας με ρευστότητα στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, ώστε να βάλει ένα τέλος στην πτώση των τιμών των ομολόγων», υποστηρίζει ο οικονομολόγος. «Η κατευθυντήρια αρχή της ΕΚΤ θα έπρεπε να ήταν η μετατροπή της σε δανειστή ύστατης καταφυγής για την ενίσχυση των κυβερνήσεων, που η τράπεζα υποτίθεται ότι τις θεωρούσε φερέγγυες, αλλά με έλλειψη ρευστότητας», τονίζει.