Ο κίνδυνος φτώχειας το 2009 απειλούσε το 19,6% του πληθυσμού της χώρας (από 19% το 2008), ποσοστό που αναμένεται να έχει διευρυνθεί σημαντικά περαιτέρω, λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης στην οικονομία και των πρόσθετων μέτρων σχετικά με την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και τη μείωση των μισθών και συντάξεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Το στοιχείο αυτό προκύπτει από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2009 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), με βάση την αγοραστική δαπάνη.
Το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών (κυρίως ηλικιωμένοι, άνεργοι, κ.λπ.) μειώνεται στο 15,3% του πληθυσμού όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η διεύρυνση του ποσοστού των φτωχών νοικοκυριών, άλλαξε τόσο τη μέση καταναλωτική δαπάνη όσο και τα πρότυπα κατανάλωσης. Ειδικότερα, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2009 ανήλθε στα 2.065,18 ευρώ, δηλ. υπήρξε μείωση 2,5% σε σύγκριση με το 2008. Εάν δε, πολλαπλασιαστεί η μέση μηνιαία δαπάνη 2008 με τον δείκτη τιμών καταναλωτή 2009, η μείωση σε πραγματικούς όρους ανέρχεται σε 3,6%.
Το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής (17,3%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,3%) και η στέγαση (11,2%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%).
Τη διετία 2008-2009 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν διαρκή καταναλωτικά αγαθά, στέγαση, ένδυση-υπόδηση, υγεία, μεταφορές, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, αναψυχή-πολιτισμό, προς τις δαπάνες που αφορούν τη διατροφή, τα οινοπνευματώδη ποτά και την εκπαίδευση.
Την περίοδο από το 1994 έως το 2009, το σχετικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αφορά είδη διατροφής και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές και στέγαση, ενώ συνεχής είναι μείωση των δαπανών για είδη ένδυσης-υπόδησης (10,6% το 1994 και 7,9% το 2009) και για διαρκή αγαθά (8,3% το 1994 και 6,7% το 2009).
Τα πρότυπα κατανάλωσης διαφέρουν ανάλογα και με τον τύπο των νοικοκυριών. Έτσι, μονομελή νοικοκυριά ηλικίας 65 ετών και άνω δαπανούν μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού για υγεία (14,1%), ενώ νοικοκυριά με έναν γονέα ή ζευγάρι με ένα ή περισσότερα παιδιά έως και 16 ετών, για μεταφορές (16,4%).
Νοικοκυριά με ένα άτομο μόνον, ηλικίας 65 ετών και άνω, έχουν δαπάνες που ανέρχονται στο 37,2% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.
Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με τρία παιδιά και άνω έως και 16 ετών, έχουν δαπάνες που ανέρχονται στο 129,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.
Νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 74,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς, το 172,1% αυτής.
Η μικρότερη μείωση σε σύγκριση με το 2008, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο μισθωτό (-1,7%), ενώ η μεγαλύτερη (-7,8%) στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.502,96 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 2.232,06 ευρώ. Οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής παρουσιάζουν ανοδική τάση, με εξαίρεση αυτές που αφορούν είδη αρτοποιίας (-3,5%), τσιγάρα (-7,7%) και οινοπνευματώδη ποτά (-0,5%). Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται, στα αυγά (15,4%), στο γιαούρτι (12,3%), στο ρύζι (7,7%), στα ψάρια (6,7%) και στο ελαιόλαδο (6,2%).
Η μέση μηνιαία ποσότητα φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 27,6%, ενώ οι μέσες μηνιαίες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, υγραερίου, υγρών και στερεών καυσίμων μειώθηκαν κατά 27%, 20,4%, 17,9% και 1,6% αντίστοιχα.
Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει, επίσης, ότι:
Σημαντική αύξηση, από 42% σε 46,4%, των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους.
Αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+2,2%).
Αύξηση, από 13,6% σε 13,9%, των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία. Μείωση του ποσοστού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ -από 66,9% σε 66,6%- και του αριθμού των αυτοκινήτων κατά 5,9%.
Αύξηση του αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (+1,4%). Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (-1,5%).
Όσον αφορά την ανισότητα μεταξύ του πληθυσμού, από την έρευνα προκύπτει ότι το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,4 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 το 2008).
Ο δείκτης μειώνεται στο 4,5 όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες.
Το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής, των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, ανέρχεται σε 24,5% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται σε 9,9%.
Η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,6% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών.
Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 36,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 17,2%.
Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 11,8% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,6%.