Απειλητικά έχει απλωθεί το φάντασμα της χρεοκοπίας σε τράπεζες και εταιρείες που την τελευταία δεκαετία βάρεσαν κυριολεκτικά… διάλυση.
Η πτώχευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου του 2009 θεωρήθηκε η μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ, με ενεργητικά που ανέρχονται στα 640 δισ. δολάρια.
Η επιχείρηση που αναδείχθηκε σε έναν παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κολοσσό, ξεκίνησε ως κατάστημα γενικού εμπορίου στον αμερικανικό Νότο.
Το κραχ του 1929 και η Μεγάλη ύφεση ασκούν τεράστιες πιέσεις στη διάθεση κεφαλαίων. Η Lehman πρωτοπορεί με νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Η εταιρία διαδραματίζει δραστήριο ρόλο στην εποχή της πληροφορικής, χρηματοδοτώντας εταιρίες όπως η Intel, που θα γίνουν κορυφαίες στην επανάσταση της υψηλής τεχνολογίας ενώ την ίδια στιγμή η τράπεζα συνεχίζει το σερί των ρεκόρ σε επίπεδο κερδοφορίας.
Το Σάββατο, 13 Σεπτεμβρίου 2008 στις 9 το πρωί ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας Μπεν Μπερνάνκι και ο υπουργός Οικονομίας Χένρι Πόλσον συναντήθηκαν με τους τραπεζίτες κι έκαναν σενάρια για τη διάσωση της Lehman ενώ για πρώτη φορά μπαίνει στο τραπέζι η επιλογή της πτώχευσης.
Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν χωρίς διακοπές μέχρι αργά το βράδυ. Η μέρα έκλεισε μόνο με την απόφαση ότι ήταν προτιμότερο να διασωθεί η Merrill Lynch παρά η Lehman.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008 η Lehman Brothers ανακοινώνει τη χρεοκοπία της, μετά το «ναυάγιο» των συνομιλιών για πιθανή εξαγορά της από τη Barclays και την απροθυμία της αμερικανικής κυβέρνησης να δαπανήσει δημόσιο χρήμα για μια πιθανή συμφωνία.
Η Washington Mutual είναι το επόμενο θύμα της κρίσης στην αμερικανική χρηματοοικονομική αγορά. Ήταν 26 Σεπτεμβρίου του 2008 όταν έγινε η αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 11 του πτωχευτικού δικαίου των ΗΠΑ.
Η Washington Mutual είχε χάσει δύο εβδομάδες πριν την χρεοκοπία 16,7 δισεκατομμύρια δολάρια και σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα σημείωνε στα επόμενα τρία χρόνια απώλειες ύψους 20 έως 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Την ίδια μέρα ανακοινώθηκε πως η JPMorgan θα αποκτούσε πάγια της Washington Mutual (WaMu) έναντι του ποσού του 1,9 δισ. δολ. ύστερα από την απόφαση των ομοσπονδιακών αρχών να προχωρήσουν στη διακοπή της λειτουργίας της. Η JPMorgan είχε ανακοινώσει ότι η εξαγορά συμπεριλαμβάνει όλες τις καταθέσεις, τα πάγια και κάποιες υποχρεώσεις της WaMu.
Ωστόσο δεν ανέλαβε την εξόφληση των μη διασφαλισμένων χρεών και άλλων δανείων μειωμένης ασφάλειας του ταμιευτηρίου.
Η μεγαλύτερη χρεοκοπία στην Αμερική, τουλάχιστον μέχρι το «κανόνι» του 2008 έχει όνομα και λέγεται Enron.
Το αποτέλεσμα είναι ότι 20.000 άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και χάθηκαν 2 δισεκατομμύρια από συνταξιοδοτικά ταμεία.
Έπειτα από μια σειρά αποκαλύψεων που αφορούσαν αμφιλεγόμενες λογιστικές πρακτικές που διενεργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990, η Enron βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας το Νοέμβριο του 2001. Τελικά κήρυξε πτώχευση στις 2 Δεκεμβρίου του 2001.
Η MG Rover, ήταν η τελευταία ανεξάρτητη αυτοκινητοβιομηχανία της Μ. Βρετανίας. Η εταιρεία δημιουργήθηκε μετά την απόσχιση της MG και της Rover από τη BMW το 2000, οι οποίες, με την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης πουλήθηκαν στην Phoenix Venture Holdings.
Το Ιούνιο του 2004 έγινε γνωστό πως η Shanghai Automotive Industry Corporation (SAIC) είχε υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με την MG Rover για την εξέλιξη και κατασκευή νέων μοντέλων και τη διερεύνηση νέων τεχνολογιών. Αυτό προκάλεσε έντονη φημολογία από τα βρετανικά Μ.Μ.Ε. που υπέθεσαν ότι η κινέζικη αυτοκινητοβιομηχανία θα επεδίωκε την εξαγορά της MG Rover.
Η SAIC θα κατείχε ποσοστό 70% στη νέα εταιρεία ενώ η MG Rover θα κατείχε το υπόλοιπο 30%.
Η SAIC, εν συνεχεία απέκτησε τα δικαιώματα κατασκευής των μοντέλων της Rover, Rover 25 και 75 καθώς και την MG Rover Powertrain Ltd., (την εταιρεία κατασκευής κινητήρων της MG Rover) για 67 εκατομμύρια λίρες.
Τελικώς, λόγω αυξημένων οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης, η εταιρεία προσέλαβε την φίρμα PricewaterhouseCoopers, ως οικονομικό της σύμβουλο και τελικά ετέθη σε καθεστώς χρεοκοπίας και διαχείριση.
Στις 15 Απριλίου 2005, ανακοινώθηκε τελικά πως η SAIC αρνήθηκε να αγοράσει την εταιρεία. Χωρίς άλλο σχέδιο σωτηρίας, η PWC κατέληξε πως η εταιρεία πτωχεύει και πως πολύ σύντομα θα εκδοθούν οι αποφάσεις για τη διάλυση της εταιρείας και την απόλυση του προσωπικού που εργαζόταν στο εργοστάσιο του Λόνγκμπριτζ.
Τα Converse είναι τα πλέον διαχρονικά αθλητικά. Με πρώτη παρουσία στον χώρο της υπόδησης το 1908 τα All Star έφεραν την επανάσταση στο μπάσκετ και συμβάδισαν με τη γέννηση του rock ‘n roll.
Το 1910 η βιομηχανία του Converse παράγει 4.000 ζευγάρια παπούτσια τη μέρα.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τη δεκαετία του 1970, η Converse έχασε το μονοπώλιο στα αθλητικά παπούτσια από άλλες εταιρίες που άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, όπως η Nike, η Puma, η Adidas και η Reebok, ενώ σταμάτησε να ισχύει η συμφωνία της με το NBA για τον εξοπλισμό αθλητικών ειδών στους αθλητές του.
Μία μείωση στις πωλήσεις τους παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του ’90 οδήγησε στη χρεοκοπία της εταιρίας και την εξαγορά της το 2003 από τη Nike για 305 εκατ. δολάρια.
Η εταιρεία που δημιούργησε την έκρηξη των MP3 και που έδωσε στον κόσμο των υπολογιστών να καταλάβει την αξία των δικτύων Peer To Peer, η Napster έκλεισε τον Ιούνιο 2002.
Όλα άρχισαν το φθινόπωρο του 1999 όταν ο τότε δεκαεννιάχρονος Shawn Fanning, δημιούργησε στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου Northeastern της Βοστώνης όπου σπούδαζε, την πρώτη έκδοση του Napster.
Το πρόγραμμα αυτό είχε σαν σκοπό να βοηθήσει τους φοιτητές να ανταλλάζουν mp3 μεταξύ τους καθότι οι πανεπιστημιακές συνδέσεις τους με το Internet ήταν πολύ γρήγορες για να μείνουν αναξιοποίητες.
Όταν οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής μουσικής συνειδητοποίησαν πως ένα πρόγραμμα έκανε ακόμη πιο εύκολη τη μεταφορά των συμπιεσμένων αρχείων μουσικής mp3, έβαλαν τον σύλλογό τους (RIAA), να αρχίσει τις μηνύσεις εναντίον του.
Ο Fanning χωρίς να πτοείται άνοιξε την επιχείρησή του και προσέλαβε καλούς προγραμματιστές για να φτιάξουν το Napster 2.0, μια βελτιωμένη έκδοση του προγράμματος.
Παρόλα αυτά, το 2000 μπήκαν και οι καλλιτέχνες στον αγώνα εναντίον του. Μεγάλο θέμα είχε γίνει το τότε νέο φαινόμενο του ότι παρουσιάστηκαν ακυκλοφόρητα τραγούδια στα αποτελέσματα της μηχανής αναζήτησης του Napster.
Τελικά το Μάιο του 2002, με το Napster να έχει κλείσει, η εταιρεία δήλωσε πως θα αγοραστεί από την Bertelsmann AG για 8 εκατομμύρια δολάρια.
Η Parmalat κατέρρευσε στα τέλη του 2003, καθώς αποκαλύφθηκε «τρύπα» 14 δισ. ευρώ στα ταμεία της και η κατάρρευσή της θεωρήθηκε η μεγαλύτερη εταιρική χρεοκοπία στην Ευρώπη.
Η χρεοκοπία της επιχείρησης έχει τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις, έθεσε εν αμφιβόλω περισσότερες από 36.000 θέσεις εργασίας σε 30 χώρες του κόσμου.Τα συνολικά χρέη του ομίλου υπολογίζονταν στις 30 Σεπτεμβρίου του 2003 ότι έφθαναν τα 6 δισ. ευρώ.
Τις αμέσως επόμενες βδομάδες ακολούθησε μια χιονοστιβάδα αποκαλύψεων που δικαίωσε τους φόβους για ατασθαλίες στη λειτουργία της εταιρίας και οδήγησε στη σύλληψη και στην προφυλάκιση του ιδρυτή και ιδιοκτήτη της, Καλίστο Τάντσι, όπως και 7 ακόμη ατόμων που εμπλέκονται στο σκάνδαλο.
Ο Τάντσι είχε καταδικαστεί το 2003 σε κάθειρξη 10 ετών για τη χρεοκοπία της εταιρείας, όμως δεν είχε οδηγηθεί στη φυλακή λόγω της προχωρημένης ηλικίας του.Το δικαστήριο επέβαλε επίσης ποινή φυλάκισης 10 ετών και επτά μηνών στον αδερφό του Τάντσι, Τζιοβάνι.
Η διάλυση του αερομεταφορέα Swissair δεν μεταφράστηκε μόνο σε απώλειες επενδύσεων, θέσεων εργασίας και συντάξεων, αλλά και σε ένα καίριο πλήγμα για την υπερηφάνεια των Ελβετών.
Η Swissair, μία καθ’ όλα άψογη εταιρεία, θεωρούνταν σύμβολο της αξιοπιστίας, της ποιότητας και της αποδοτικότητας, που ταυτίζονται με την Ελβετία.
Ο αερομεταφορέας στις 2 Οκτωβρίου του 2001 αναγκάστηκε να ακινητοποιήσει όλον τον στόλο της και να ακυρώσει επ’ αόριστον όλα της τα δρομολόγια, εφόσον δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους προμηθευτές καυσίμων, τα αερολιμενικά τέλη και τα τέλη υπέρπτησης.
Η δεκαετία του 1990 δεν έκλεισε με τις καλύτερες προοπτικές για τη Moulinex. Ο ανταγωνισμός από τα φθηνά προϊόντα της Νοτιοανατολικής Ασίας είχε αρχίσει να επιδρά στον ισολογισμό της εταιρείας.
Η Μοulinex είχε μία ιστορία 69 ετών λειτουργίας, απασχολούσε 21.000 ανθρώπους παγκοσμίως και είχε συμφέροντα σε 11 χώρες, από την Kίνα μέχρι τη Βραζιλία.
Το 1999 η εταιρεία άρχισε να αναζητεί εταίρους, αλλά οι «μεγάλοι» της αγοράς των ηλεκτρικών συσκευών της «έκλεισαν την πόρτα».
Τον Ιανουάριο του 2000 ο τότε πρόεδρος της εταιρείας Πιερ Μπλαγιό ανακοίνωσε ένα νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης που προέβλεπε τις απολύσεις 2.000 εργαζομένων και το κλείσιμο άλλων δύο μονάδων παραγωγής.
Η Moulinex, όπως και η αντίπαλός της Seb, είχαν επενδύσει πολλά κεφάλαια στη Βραζιλία, αγοράζοντας εκεί εργοστάσια λίγο πριν από τη μεγάλη κρίση που έπληξε τη λατινοαμερικανική χώρα και το νόμισμά της. Ο γαλλικός κολοσσός είχε χρέη που ξεπερνούσαν τα 766 εκατομμύρια ευρώ.