Τρία βασικά βήματα προς το πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση για το αμέσως επόμενο διάστημα πρότεινε ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, μιλώντας στη συζήτηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στην Επιτροπή Οικονομικών.
Σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική διευθέτηση του χρέους. Όπως σημείωσε, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν σε αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ.
Επίσης, ανέφερε πως η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. «Όλη η σχετική συζήτηση δεν υποκρύπτει τις αφανείς αναδιανεμητικές επιπτώσεις μέσω του κοινωνικού μερίσματος, μπορεί αυτές να είναι κατανοητές μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία. Αλλά έχουν πιθανώς δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη, διότι χρηματοδοτούνται μέσω φόρων» είπε ο κ. Λιαργκόβας και τόνισε ότι τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνουν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με την τρόικα και για την περίοδο 2016-2018 η υπέρβαση φτάνει τα 7,4 δισ.
Ως τρίτο βήμα πρότεινε, σε κυβέρνηση και πολιτικό σύστημα, να χαρτογραφήσουν τις πραγματικές διαστάσεις της εξόδου στις αγορές, ώστε να μην δημιουργούνται προσδοκίες για το τέλος κάθε δημοσιονομικής προσαρμογής. «Έχουμε δεσμευτεί σε σειρά δημοσιονομικών στόχων για τα επόμενα χρόνια, μετά το 2018» επισήμανε ο κ. Λιαργκόβας και πρόσθεσε ότι η χώρα μετά το 2021 θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά και μάλλον ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060. «Βέβαια, μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος, ουσιαστικά να χαλαρώσει η πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο», είπε και υπογράμμισε: «Προσδοκίες για το τέλος της λιτότητας μπορεί να έχουν την ανεπιθύμητη παράπλευρη επίπτωση ότι στις τρέχουσες δυσκολίες προσαρμογής θα προστεθούν νέες απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων συμφερόντων».
Επίσης, υποστήριξε ότι μετά το 2018 δεν θα υπάρξει έξοδος από κάθε επιτήρηση, αλλά θα υπάρχει κάποιας μορφής επιτήρηση που δεν θα είναι τόσο ασφυκτική όσο σήμερα, όμως θα υπάρχει. Σε αυτό το σημείο ανέφερε ότι η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος και υψηλότερο επιτόκιο, το μέγεθος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών, μέσω, κυρίως, της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση χρέους. «Προφανώς, πολλά θα εξαρτηθούν από το αν ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση και από την ικανότητα της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να διευρύνει τον λεγόμενο δημοσιονομικό χώρο. Η επιτυχής, δε, διαπραγμάτευση, με τη σειρά της, προϋποθέτει ότι η οικονομική πολιτική ανακτά την αξιοπιστία της και αυτό θα συμβεί αν η κυβέρνηση τολμήσει γενναίες μεταρρυθμίσεις» είπε ο κ. Λιαργκόβας και σημείωσε:
«Η επόμενη μέρα δεν θα μοιάζει με την αρχή ενός μήνα του μέλιτος. Απαιτείται και θα απαιτηθεί τους επόμενους μήνες ισχυρή πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν οι αντιστάσεις στην προσαρμογή. Υπάρχουν αντιστάσεις, στις οποίες το πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να υποκύψει διότι είναι αντιστάσεις που υπακούουν σε παλαιοκομματικές λογικές, όπως είναι οι αντιστάσεις κατά των αξιολογήσεων στο Δημόσιο, η απόπειρα παρεμπόδισης πρωτοποριακών εφαρμογών στις μεταφορές και οι πολυεπίπεδες τριβές στα βάθη του κρατικού μηχανισμού για τις αποκρατικοποιήσεις. Μόνο έτσι δεν θα σπαταληθούν οι πολύχρονες θυσίες των πολιτών και θα επιτευχθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας, που όλοι θέλουμε».
Ως προς τον προϋπολογισμό, ο κ. Λιαργκόβας τόνισε ότι είναι θετικά στοιχεία η βούληση της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής και να ανοίξει την έξοδο στις αγορές, η προσπάθεια σύζευξης της δημοσιονομικής υπευθυνότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη, η συνέπεια μεταξύ των βραχυχρόνιων και του μακροχρόνιων στόχων. Αναγνώρισε, επίσης, ότι κάποιες αναδιανεμητικές πτυχές του προσχεδίου μπορεί να ευνοήσουν την ιδιωτική κατανάλωση και να περιορίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις.
Ως αρνητικό στοιχείο του προσχεδίου του προϋπολογισμού, ο κ. Λιαργκόβας είπε ότι συνεχίζει τις πολιτικές λιτότητας, που οφείλεται όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στους υπερφιλόδοξους και αντιπαραγωγικούς στόχους του μνημονίου για επίτευξη και διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2022. Τέλος, επισήμανε ότι συνεχίζεται η φοροκεντρική προσαρμογή για την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και ότι είναι αισιόδοξες οι προβλέψεις κυρίως για τις επενδύσεις.