Ο περιορισμός των διαφορών στον τομέα της εκπαίδευσης είναι κρίσιμης σημασίας ώστε να μειωθούν οι ανισότητες στα εισοδήματα, υποστηρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συστήνοντας να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που απευθύνονται σε παιδιά χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων.
«Οι πολιτικές όσον αφορά την εκπαίδευση (…) διαφέρουν από τα άλλα δημοσιονομικά εργαλεία καθώς μπορούν να προωθήσουν ταυτόχρονα τόσο την ανάπτυξη όσο και την ισότητα» σημειώνει το ΔΝΤ σε έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το Ταμείο παρατηρεί ότι ορισμένες ανισότητες είναι αναπόφευκτες σε ένα σύστημα που βασίζεται στην οικονομία της αγοράς, αλλά εκφράζει ανησυχίες για «την υπερβολική ανισότητα που θα μπορούσε να υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή οδηγώντας στην αποδυνάμωση της οικονομικής ανάπτυξης».
Σημειώνει επίσης ότι οι ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο μειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή αύξηση των εισοδημάτων σε ορισμένες μεγάλες αναδυόμενες χώρες, όπως στην Κίνα και την Ινδία. Ωστόσο, εντός των χωρών οι ανισότητες ποικίλλουν και στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες έχουν διευρυνθεί ενώ στις άλλες παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις στις τάσεις. Επιπλέον «η ποικιλομορφία των εμπειριών (…) υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει κάποια συστηματική σχέση μεταξύ ανάπτυξης και μείωσης των ανισοτήτων».
Πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες κατέγραψαν μεγέθυνση των ανισοτήτων σε μια περίοδο αδύναμης ανάπτυξης, μεταξύ 1985-2015. Από την άλλη, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες είδαν τις ανισότητες να εντείνονται σε περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Τα τελευταία 30 χρόνια, στο 53% των χωρών αυξήθηκε η ανισότητα των εισοδημάτων και η Λατινική Αμερική παραμένει η περιοχή με τις μεγαλύτερες ανισότητες στον κόσμο.
Για να περιοριστεί αυτό το χάσμα, το ΔΝΤ θεωρεί ότι σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση. Σημειώνει μάλιστα ότι παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στον τομέα αυτό, η πρόσβαση στην εκπαίδευση παραμένει προβληματική στην υποσαχάρια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και, σε μικρότερο βαθμό, στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.
Και επιπροσθέτως, όταν τα παιδιά που προέρχονται από φτωχότερα κοινωνικά στρώματα πηγαίνουν στο σχολείο, συνήθως η εκπαίδευση που λαμβάνουν είναι χαμηλότερης ποιότητας αφού τα σχολεία τους μπορεί να μην διαθέτουν το κατάλληλο παιδαγωγικό υλικό ή εκπαιδευτικούς.