Κατά 150.000 θέσεις -5,2% σωρρευτικά- αυξήθηκε η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα από τα μέσα του 2014 έως το πρώτο τρίμηνο του 2017, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης ανέρχεται στο 1,5%, σε μια περίοδο που το ΑΕΠ παρέμεινε σχεδόν στάσιμο. Το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, στο 21,7% τον Απρίλιο του 2017 (χαμηλό πενταετίας), παραμένοντας, ωστόσο, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Η βελτίωση αυτή έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 1,1 εκατομμύρια θέσεις (ή 23% σωρευτικά) μεταξύ 2009 και 2013 – εκ των οποίων οι 780 χιλιάδες ήταν μισθωτοί και οι 320 χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι και άμισθοι εργαζόμενοι σε οικογενειακές επιχειρήσεις. Οι ανωτέρω απώλειες οδήγησαν το ποσοστό ανεργίας στο ιστορικό υψηλό του 27,8% το 2ο εξάμηνο του 2013, σύμφωνα με τη μελέτη.
Από την ανάλυση των τάσεων της απασχόλησης την τελευταία τριετία, φαίνεται πως η προσαρμογή του εργασιακού κόστους διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη φάση σταθεροποίησης, συνεισφέροντας στην επιβράδυνση της μείωσης της απασχόλησης και του υψηλού ρυθμού κλεισίματος επιχειρήσεων, που χαρακτήρισε τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Συγκεκριμένα, η προσαρμογή του εργασιακού κόστους επιταχύνθηκε από τα τέλη του 2012, μέσω της πίεσης από την αυξανόμενη ανεργία και σχετικών νομοθετικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας.
Η σωρευτική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 12,6%, σε απόλυτες τιμές, και κατά 17,7%, συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους, την περίοδο 2012-2016, αντέστρεψε πλήρως την απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους κατά την προηγούμενη δεκαετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης της ΕΤΕ, η προσαρμογή στο εργασιακό κόστος συνεισέφερε στην αύξηση της απασχόλησης κατά 57 χιλιάδες θέσεις την τελευταία τριετία.
Οι ευέλικτες μορφές εργασίας (μερική απασχόληση αλλά και συμβάσεις ορισμένου χρόνου) αποτέλεσαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό της επώδυνης προσαρμογής, με το ήμισυ, περίπου, των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία να είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης (ήτοι 68 χιλιάδες θέσεις από σύνολο 150 χιλιάδων).
Το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε στο 10,4% το 2016 από 7,4% το 2013, και συνεχίζει να υπολείπεται σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 12,2% και 15%, αντίστοιχα. Πολλές επιχειρήσεις, ειδικά σε τομείς που απαιτούν χαμηλή εξειδίκευση, και κυρίως μικρομεσαίες, προσέφυγαν σε ευέλικτες μορφές εργασίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα αναφορικά με την πορεία των εργασιών τους, καθώς και την έντονη εποχικότητα της ζήτησης σε ορισμένους κλάδους.
Οι τάσεις αυτές, αναφέρεται στην μελέτη, αποτυπώνονται στις ραγδαία αυξανόμενες ροές μισθωτής απασχόλησης που καταγράφονται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και φανερώνουν τη μεγάλη εργασιακή κινητικότητα και ευελιξία της αγοράς. Είναι ενδεικτικό ότι οι σωρευτικές ετήσιες προσλήψεις και αποχωρήσεις προσέγγισαν το 60% της συνολικής απασχόλησης (ή 2 εκατομμύρια περίπου σε ετήσια βάση) το 2016, περίπου τριπλάσιες από την περίοδο 2010-2013. Τα ποσοστά αυτά είναι πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία και καταδεικνύουν ότι σημαντικός αριθμός εργαζομένων αλλάζει θέση εργασίας ή ανανεώνει τις συμβάσεις του μία ή περισσότερες φορές το χρόνο. Το χαρακτηριστικό αυτό αναμένεται να υποβοηθήσει την αναδιάταξη της απασχόλησης στους πλέον αποδοτικούς τομείς κατά τη φάση της ανάκαμψης και να συνοδευτεί με αύξηση των μέσων εργάσιμων ωρών μηνιαίως, αλλά και του μέσου ωρομισθίου, ώστε τα τελευταία να συμβαδίζουν με τη σταδιακή βελτίωση της παραγωγικότητας.
Περιορισμένος αριθμός περισσότερο ανταγωνιστικών κλάδων και επιχειρήσεων, με υγιείς οικονομικές επιδόσεις, πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το 87% των νέων θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα την τελευταία τριετία (ήτοι 130 χιλιάδες θέσεις) δημιουργήθηκε στους υποκλάδους παροχής καταλύματος και εστίασης, της μεταποίησης, καθώς και στο βαθύτατα αναδιαρθρωμένο κλάδο λιανικού και χονδρικού εμπορίου. Οι ανωτέρω κλάδοι, εκτός από την έντονη αναδιάρθρωση των περασμένων ετών, χαρακτηρίζονται και από συγκριτικά υψηλή άμεση ή έμμεση εξωστρέφεια, μέσω εξαγωγών ή/και συσχέτισης με την πορεία του τουρισμού.
Αξιοσημείωτη είναι η συρρίκνωση του αριθμού των ελεύθερων επαγγελματιών και των άμισθων βοηθών σε οικογενειακές επιχειρήσεις την τελευταία διετία, που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, αλλά και την πίεση που ασκούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές στη δραστηριότητα και τη φορολογική συμμόρφωση των συγκεκριμένων κατηγοριών. Η μετατροπή τμήματος της μη-εξαρτημένης εργασίας σε μισθωτή εκτιμάται ότι συνεισέφερε στην αύξηση της συνολικής απασχόλησης κατά 14 χιλιάδες νέες θέσεις (κυρίως την περίοδο 2015-16), λόγω της συρρίκνωσης της παραοικονομίας.
Παράλληλα, πρώιμα σημάδια ανάκαμψης της επιχειρηματικότητας, κυρίως σε τομείς υπηρεσιών και ειδικά σχετιζόμενων με τον τουρισμό, αλλά και στον αγροτικό τομέα, εκτιμάται ότι συνεισέφεραν στην αύξηση του αριθμού των εργοδοτών/μικρών επιχειρηματιών κατά 52 χιλιάδες θέσεις την περίοδο 2014-2016. Η εξέλιξη αυτή μεταφράσθηκε άμεσα και σε τουλάχιστον ισάριθμες νέες θέσεις μισθωτής απασχόλησης και υποδηλώνει το τέλος του κύκλου έντονης συρρίκνωσης της επιχειρηματικότητας, η οποία συνοδεύτηκε από το κλείσιμο του ενός τρίτου, περίπου, των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων της χώρας, κατά την περίοδο 2009-2013.
Η παγίωση της θετικής δυναμικής και η αύξηση της ποιότητας της απασχόλησης συναρτώνται από την ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων
Οι πλέον πρόσφατες τάσεις στην αγορά εργασίας είναι ενθαρρυντικές. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης παραμένει ισχυρός, το μέσο ωρομίσθιο εμφανίζει τάση σταθεροποίησης, η μέση διάρκεια των συμβολαίων ορισμένου χρόνου έχει ανακάμψει από το ιστορικό χαμηλό στις αρχές του 2016, ενώ εξωστρεφείς τομείς δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Η διατήρηση, όμως, και επαύξηση αυτής της δυναμικής συναρτάται άμεσα από την ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων μετά την πολυετή από-επένδυση, η οποία έχει οδηγήσει το λόγο του δείκτη απασχόλησης ως προς τις επιχειρηματικές επενδύσεις σε επίπεδο 23% υψηλότερο από τον 30-ετή μέσο όρο, προκαλώντας αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα.
Η διόρθωση αυτής της προφανούς δυσαρμονίας μεταξύ απασχόλησης και κεφαλαίου θα απαιτήσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, μία, τουλάχιστον, πενταετία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (εκτός κατοικιών) θα πρέπει να διατηρηθεί, κατά μέσο όρο, σε επίπεδο υψηλότερο του 8%, ετησίως. Μία τέτοια αύξηση των επενδύσεων είναι απαραίτητη προκειμένου να υποστηρίξει τη δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλότερη ποιότητα, παραγωγικότητα και αμοιβές, σε ένα μεγαλύτερο εύρος τομέων οικονομικής δραστηριότητας, που να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ένταση εξειδικευμένης εργασίας και κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τις εμπειρικές εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, στο βασικό σενάριο όπου οι παραγωγικές επενδύσεις προβλέπεται να αυξάνονται κατά 8,5%, ετησίως, την περίοδο 2017-2019, – συμβαδίζοντας με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 2%, ετησίως, την ίδια περίοδο – θα δημιουργηθούν 230 χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης έως τα τέλη του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 18,5% από 21,7% σήμερα. Σε ένα δυσμενέστερο σενάριο, όπου ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων περιορίζεται στο 3%, και συμβαδίζει με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 1%, ετησίως, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι κατά 70 χιλιάδες θέσεις χαμηλότερη στην τριετία 2017-2019, με το ποσοστό ανεργίας να παραμένει υψηλότερο του 20% το 2019.