«Σκεφτήκατε ποτέ να ήσασταν Έλληνας; Ή Πορτογάλος; Ή Ιρλανδός; Πώς θα νιώθαμε, αν εμείς ως Γερμανοί έπρεπε να ζήσουμε με περικοπές στον κρατικό μας προϋπολογισμό, τέτοιες που απαιτούμε από τις χώρες που διέρχονται κρίση;».
Με αυτή την εισαγωγή, ξεκινά το άρθρο του γερμανικού περιοδικού Stern, υπογεγραμμένο από τους Αντρέας Χόφμαν και Φίλιπ Έλσμπροκ, με τίτλο «Δείτε πώς κάνουν οικονομία», το οποίο περιγράφει ότι τα… οικονομικά της Ευρώπης δεν θα είναι ποτέ ξανά εκείνα που έχουμε συνηθίσει.
Το άρθρο κάνει λόγο για την πρόσφατη συμφωνία της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες. Η Ευρώπη «θα τιμωρεί αυστηρά τους δημοσιονομικούς παραβάτες», αναφέρει και συμπληρώνει: «Αλλά θα παρέμενε η Άνγκελα Μέρκελ καγκελάριος, αν περικόπτονταν οι συντάξεις, αυξάνονταν οι φόροι και απολύονταν δημόσιοι υπάλληλοι;»
«Ως Έλληνας αυτή τη στιγμή εκείνο που κυρίως πρέπει να κάνει κανείς είναι να πληρώνει», σημειώνει το περιοδικό σε μια αποστροφή του για την Ελλάδα, περιγράφοντας την δυσβάσταχτη αύξηση φόρων στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα.
«Ιδιαίτερο πλήγμα έχουν δεχτεί οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, οι οποίοι έχασαν περίπου το ένα πέμπτο των αποδοχών τους», σχολιάζει.
Στη συνέχεια, κάνει ένα υποθετικό σενάριο για την επιβολή ανάλογων μέτρων στη Γερμανία.
«Για τη Γερμανία κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι: Ένας διοικητικός υπάλληλος με μισθό 2.032 ευρώ μεικτά θα έχανε 406 ευρώ το μήνα. Ο μέσος συνταξιούχος, που κατέβαλε 45 χρόνια εισφορές, θα έπρεπε στα δυτικά κρατίδια να χάσει 245 ευρώ και στα πρώην ανατολικά 217 ευρώ το μήνα…
Ένα πακέτο λιτότητας τέτοιου μεγέθους θα σήμαινε για τους Γερμανούς ότι μέσα σε δύο χρόνια το κράτος περικόπτει 480 δις ευρώ, δηλαδή το ένα πέμπτο των ετήσιων δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης, των κρατιδίων, των κοινοτήτων και της κοινωνικής πρόνοιας».
«Ακούγεται τρομερό. Αλλά οι ελληνικές συνθήκες διαφέρουν από τις δικές μας. Ο δημόσιος τομέας είναι πολύ μεγαλύτερος από τον γερμανικό, γι’ αυτό και μειώνεται δραστικά», συμπληρώνει.
«Οι Έλληνες κάνουν αιματηρές οικονομίες», καταλήγει το περιοδικό. «Τώρα οι πολίτες πληρώνουν τον λογαριασμό, που είναι βαρύς», προσθέτει.