Η απόφαση της κυβέρνησης της Ιταλίας να προχωρήσει στην εκκαθάριση δύο τοπικών πιστωτικών ιδρυμάτων επικρίθηκε έντονα σήμερα διότι αντίκειται στο σχέδιο που είχε καταρτιστεί για την τόνωση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους.
Καθώς πολιτικοί και άλλοι ακόμη προσπαθούν να χωνέψουν τις λεπτομέρειες της εκκαθάρισης — ιδίως το ότι είναι το κράτος, όχι οι μέτοχοι και οι μεγαλοκαταθέτες, εκείνο που ανέλαβε τα βάρη — πολλοί επέκριναν τη Ρώμη διότι παρέβη το πνεύμα της συμφωνίας πλαισίου η οποία έχει γίνει γνωστή ως τραπεζική ένωση, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση διότι της το επέτρεψε.
Βάσει μιας συμφωνίας που σφραγίστηκε το Σαββατοκύριακο το ιταλικό δημόσιο θα χορηγήσει πάνω από 5 δισεκ. ευρώ στην Intesa Sanpaolo, το μεγαλύτερο ίδρυμα λιανικής τραπεζικής της χώρας, προκειμένου να εντάξει στο δικό της χαρτοφυλάκιο τα καλά περιουσιακά στοιχεία δύο τραπεζών του Βένετο που ουσιαστικά είχαν χρεοκοπήσει, ενώ θα προσφέρει επίσης εγγυήσεις ύψους 12 δισεκ. ευρώ για να προστατευθεί η Intesa από ζημίες.
Αυτό αντίκειται στην αρχή στην οποία είχαν συμφωνήσει οι Ευρωπαίοι και εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό δίκαιο με βάση την οποία οι επενδυτές και οι κεφαλαιούχοι, όχι το κράτος, θα επωμίζονται το κόστος των χρεοκοπιών τραπεζών.
«Όλα αυτά έγιναν για το τίποτα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο βέλγος οικολόγος Φιλίπ Λάμπερτς, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που διαπραγματευόταν επί μήνες τον νόμο που εγκρίθηκε πέρυσι.
«Είναι μια άσχημη μέρα για την Ευρώπη. Είναι άλλο ένα πλήγμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», πρόσθεσε ο ίδιος, κάνοντας λόγο για ένα «μεγάλο χτύπημα» στο ίδιο το ευρώ και στην εικόνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία επιβλέπει τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης.
Ο Σβεν Γκίγκολντ, άλλο ένα μέλος του ΕΚ που συνέβαλε στην κατάρτιση του νόμου, απαίτησε να υπάρξει έρευνα για την παραβίαση των κανόνων, καταφερόμενος εναντίον της Κομισιόν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε τον τελευταίο λόγο στη διαδικασία έγκρισης του σχεδίου της Ρώμης.
Οι επενδυτές αντίθετα εμφανίστηκαν ανακουφισμένοι για την εξέλιξη, με τις μετοχές να κάνουν ράλι, ενώ η ιταλική κυβέρνηση προσπάθησε να προβάλει την απόφασή της ως μια θετική και απαραίτητη κίνηση, αφού διευθετεί έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για την ιταλική οικονομία.
Ένα στέλεχος της Τράπεζας της Ιταλίας είπε μάλιστα ότι το ιταλικό κράτος ενδέχεται να έχει κέρδη από τη συμφωνία.
Ωστόσο πολλά μέλη του ΕΚ αντιμετώπισαν με δυσαρέσκεια την εξέλιξη.
Ο Μάρκους Φέρμπερ τόνισε ότι η Ιταλία δεν τήρησε τους νέους κανόνες και προέβλεψε ότι η Γερμανία θα γίνει πιο διστακτική σε ό,τι αφορά τη στενότερη ολοκλήρωση της ευρωζώνης εξαιτίας του τρόπου που χειρίστηκε το ζήτημα η Ρώμη.
«Αυτό οδηγεί την τραπεζική ένωση στο νεκροταφείο», είπε ο Φέρμπερ, μέλος των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, του αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών υπό την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ.
«Δεν έχει κανένα νόημα να προχωρήσουμε σε περαιτέρω ολοκλήρωση», τόνισε ο ίδιος, αναφερόμενος στην πανευρωπαϊκή προστασία των καταθέσεων, το επόμενο νήμα της τραπεζικής ένωσης. «Κανένας δεν θα μπορούσε να δώσει στα σοβαρά στην Ιταλία πρόσβαση στην προστασία των αποταμιεύσεων», συμπλήρωσε.
Η Γερμανία, όπου οι πολιτικοί ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο η χώρα να κληθεί να επωμιστεί εν μέρει τα κόστη της «διάσωσης» τραπεζών σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα, έπαιξε κεντρικό ρόλο στην κατάρτιση των νέων ευρωπαϊκών κανόνων που προβλέπουν την επιβολή ζημιών στους ομολογιούχους και τους μεγαλοκαταθέτες τραπεζών που πτωχεύουν.
Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας όπως αναμενόταν επιφύλαξε παγερή υποδοχή στην ανακοίνωση της ιταλικής κυβέρνησης.
«Η χρήση κρατικής βοήθειας πρέπει να αποφεύγεται όσο περισσότερο είναι δυνατόν σε περιπτώσεις χρεοκοπιών», δήλωσε μια εκπρόσωπος του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και πρόσθεσε ότι εναπόκειται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εγγυάται την τήρηση των κανόνων.
Η Ρώμη, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, έλπιζε ότι υγιείς ιταλικές τράπεζας θα αναλάμβαναν από κοινού τη διάσωση των δύο τοπικών πιστωτικών ιδρυμάτων, της Banca Popolare di Vicenza και της Veneto Banca. Αλλά οι διοικήσεις τους αποφάσισαν να μην το πράξουν, καθώς ήδη έχουν ξοδέψει δισεκατομμύρια για να αναλάβουν τα χαρτοφυλάκια άλλων προβληματικών τραπεζών.
Η απόφαση της Ρώμης να παρακάμψει το ευρωπαϊκό δίκαιο εγείρει τώρα ερωτήματα για την τραπεζική ένωση και το εάν το νέο πλαίσιο θα χρησιμοποιηθεί αντί των διασώσεων με χρήματα των φορολογουμένων. Εγείρει επίσης ερωτήματα για τον ρόλο της ΕΚΤ, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών και χαρακτήριζε τα δύο πιστωτικά ιδρύματα που εκκαθαρίστηκαν φερέγγυα ως πρόσφατα. Η ΕΚΤ απέφυγε να σχολιάσει δημόσια την κίνηση.
Η λύση που επέλεξε η κυβέρνηση της Ιταλίας διαφέρει θεαματικά από την πρόσφατη διάσωση ενός προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος από τη Santander στην Ισπανία: και εκεί η τράπεζα έδωσε το συμβολικό αντίτιμο του ενός ευρώ, αλλά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέλαβε η ίδια και επέβαλε ζημίες στους μετόχους του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, ανάμεσά τους και πελάτες λιανικής τραπεζικής.
Σύμφωνα με τον Αλμπέρτο Ρουίθ Οχέδα, έναν δικηγόρο της ένωσης μικρομετόχων της Ισπανίας ο οποίος αντιπροσωπεύει τους επενδυτές της Banco Popular που υπέστησαν ζημία, τόνισε πως ο τρόπος που ενήργησε η Ρώμη θα ενθαρρύνει αυτούς που έχασαν τα χρήματά τους να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.
«Η Intesa Sanpaolo θα επωφεληθεί από ένα σχήμα από το οποίο η Banco Santander αδυνατούσε» να αξιοποιήσει, τόνισε ο Οχέδα. «Αυτό που βλέπουμε είναι μια διακριτική και άνιση μεταχείριση. Αυτό θα οδηγήσει σε νέες προσφυγές, τόσο από μετόχους όσο και από ομολογιούχους της Σαντανδέρ», πρόσθεσε.
Οι γερμανοί πολιτικοί είναι ανάμεσα στους πιο σφοδρούς επικριτές της συμφωνίας, όμως και σε άλλες χώρες η συμφωνία δεν έτυχε ιδιαίτερα θετικής υποδοχής. Το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι τράπεζες αντιμετωπίστηκαν πολύ πιο αυστηρά και επιβλήθηκαν έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων για να υποστηριχθούν οι πιο αδύναμες, είναι χαρακτηριστικό.
«Ο κόσμος δεν είναι δίκαιος. Είναι προφανές πως η Ιταλία είναι πολύ διαφορετική χώρα από την Ελλάδα», σχολίασε ο Κώστας Χρυσογόνος, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εξελέγη με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. «Αυτό που έχουμε είναι μια συνεργασία κρατών, όχι μια αυθεντική ένωση», συμπλήρωσε ο ίδιος.