Δύο είναι τα ερωτήματα στα οποία επικεντρώνουν αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι μετά τη Σύνοδο Κορυφής. Τα πρώτο είναι εάν οι αλλαγές που σχεδιάζουν οι ηγεσίες της Ευρώπης θα αποδειχθούν αρκετές για να αντιμετωπιστεί μία κρίση χρέους, που είναι βέβαιο ότι, εν τω μεταξύ, θα έχει ενταθεί.
Συζητείται δηλαδή, μήπως τα ευρωομόλογα και οι επεμβάσεις της ΕΚΤ, είναι θεραπείες επαρκείς για σήμερα και ανεπαρκείς για ένα κοντινό μέλλον όπου το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα έχει απομονωθεί και θα έχει καταστεί ανενεργό εξαιτίας της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της επιτάχυνσης της απόσυρσης κεφαλαίων από μία ευρωζώνη που βυθίζεται στην ύφεση.
Το δεύτερο ερώτημα, είναι αν η Ελλάδα θα κατορθώσει να εξασφαλίσει τη νέα δανειακή σύμβαση και να ολοκληρώσει την ανταλλαγή ομολόγων εν μέσω ευρωπαϊκής αστάθειας και την ώρα που οι παραδοχές του προϋπολογισμού του 2012 για τα έσοδα, τις δαπάνες και την ύφεση αμφισβητούνται από την πραγματικότητα της οικονομίας.
Όπως σημειώνει σήμερα «Το Βήμα», το συμπέρασμα είναι ότι η αβεβαιότητα εντείνεται για την Ελλάδα αφού η Σύνοδος περιορίστηκε να προσφέρει στις αγορές… όρκους πίστης στη δημοσιονομική πειθαρχία που εκείνες έχουν προ πολλού επιβάλει στις κυβερνήσεις μέσα από την αυξανόμενη απροθυμία τους να δανείσουν στα κράτη τα κεφάλαια που χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους.