Το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016, που ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες η ΕΛΣΤΑΤ, συνιστά πράγματι μια εντυπωσιακή δημοσιονομική υπερεπίδοση η οποία υπερκαλύπτει κατά οκτώ φορές τον αντίστοιχο μνημονιακό στόχο.
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου*
Εκ πρώτης όψεως, η εξέλιξη αυτή είναι θετική στο βαθμό που ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας έναντι των εταίρων της και του ΔΝΤ, απομακρύνει για την ώρα το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης και δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των θετικών μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση για τα έτη 2019 και 2020.
Ωστόσο, πραγματική ευφορία θα προκαλούσε ένα πλεόνασμα που θα είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο μιας υγιούς οικονομίας. Θα ήταν προϊόν της αποδοτικότερης λειτουργίας του δημοσίου τομέα, της αποτελεσματικότερης πάταξης της φοροδιαφυγής και κυρίως μιας δυναμικής οικονομικής δραστηριότητας με κινητήριο δύναμη τις επενδύσεις, την παραγωγή και την αύξηση της απασχόλησης. Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη. Το γιγάντιο πλεόνασμα του 2016 οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εξοντωτική υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, μέσα σε μια οικονομία που παραμένει βυθισμένη στην ύφεση.
Το γεγονός αυτό καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη την επανάληψη παρόμοιων επιδόσεων στο επόμενο διάστημα. Εάν συνεχιστεί η εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική της λιτότητας, με μέτρα που προσθέτουν νέα δυσβάσταχτα βάρη στις πλάτες των φορολογούμενων, οι υφεσιακές επιπτώσεις θα ενταθούν.
Η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση, αλλά και η επίτευξη ρεαλιστικών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων, περνά μόνο μέσα από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Αυτό απαιτεί τη διαμόρφωση χαμηλότερων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, στα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με γενναία μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, χρειάζεται αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος, προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και του αποτελεσματικότερου ελέγχου των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου τομέα.
Όσο καθυστερούν αυτές οι παρεμβάσεις, με ευθύνη τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και των δανειστών, η οικονομία θα εξακολουθήσει να κινείται, αν όχι σε αρνητικούς, σε χαμηλούς και ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να βιώνει τον εφιάλτη της ανεργίας και της ανέχειας.
*Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος