Την εντατικοποίηση των ελέγχων για την καταπολέμηση της «μαύρης» εργασίας προανήγγειλε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, στη συνέντευξή της στο ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο».
Τόνισε δε ότι έχει αναπτυχθεί ένα σχέδιο δράσης, συγκεκριμένα, 25 δράσεις, για τους επόμενους μήνες, ενώ υπογράμμισε ότι θα διενεργούνται έλεγχοι από μεικτά κλιμάκια όχι μόνο από το ΣΕΠΕ, αλλά και από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, την Οικονομική Αστυνομία και από το αντίστοιχο όργανο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ). Τον επόμενο μήνα, όπως σημείωσε, θα δράσουν από κοινού στην Περιφέρεια Αττικής για την πάταξη της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας.
Πρόσθεσε, μάλιστα ότι τα έσοδα από τα πρόστιμα σε επιχειρήσεις πηγαίνουν στον ΕΦΚΑ, καθώς, όπως συμπλήρωσε, είναι ουσιαστικά κλεμμένοι πόροι από την κοινωνική ασφάλιση.
Η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι ο ασφαλιστικός νόμος προσπάθησε να δώσει διέξοδο και σε ένα άλλο ζήτημα το οποίο είναι μία παγιωμένη παράνομη πρακτική στην αγορά εργασίας. Όπως σχολίασε, είναι πολλές οι περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι εργάζονται στην πραγματικότητα ως μισθωτοί, αλλά ασφαλίζονται με μπλοκάκι, υποκρύπτεται, δηλαδή, εξαρτημένη εργασία. Εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι μισθωτοί. Αυτό είναι ένα πρόβλημα παραβατικότητας στην αγορά εργασίας, το οποίο θα λυθεί ως εργασιακό ζήτημα. Σκοπεύουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στο ΣΕΠΕ να κάνει τέτοιου τύπου ελέγχους και το πρόβλημα θα λυθεί και από τη συμμόρφωση πια στην εργατική νομοθεσία.
Αυτό που έκανε ο ασφαλιστικός νόμος, είναι να πει ότι στις περιπτώσεις που ένας εργαζόμενος με μπλοκάκι έχει μέχρι δύο εργοδότες, οπότε στην πραγματικότητα φαίνεται να υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας, θα πληρώνει αυτά που αντιστοιχούν σε έναν μισθωτό. Αυτό θα πρέπει να το δηλώσει ο εργοδότης ή, σε περίπτωση που δεν το δηλώνει ο εργοδότης, θα μπορεί να το δηλώσει ο εργαζόμενος. Υπάρχει ηλεκτρονική πλατφόρμα γι΄ αυτό. Επιπλέον, θα γίνουν εκτεταμένοι έλεγχοι, ώστε να μπορέσει αυτό το φαινόμενο να ελεγχθεί από το ΣΕΠΕ. Το επόμενο διάστημα, σχεδιάζουμε και ένα πρόγραμμα, ώστε να ενισχυθούν, να επιδοτηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι στην πραγματικότητα έχουν μισθωτή εργασία, αλλά ασφαλίζονται με μπλοκάκι. Στόχος είναι να διευκολύνουμε αυτούς τους ανθρώπους. Το πρόγραμμα θα είναι στοχευμένο στους νέους εργαζόμενους, αλλά, ανάλογα με τα κονδύλια, θα μπορεί να επεκτείνεται περισσότερο».
Παράλληλα, η κ. Αχτσιόγλου προανήγγειλε την άμεση νομοθέτηση της επαναφοράς τόσο της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης όσο και της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Σεπτεμβρίου του 2018. Επίσης, υπογράμμισε ότι, τελικά, η ελληνική πλευρά πέτυχε να μην υπάρχει διπλασιασμός του ορίου ομαδικών απολύσεων στο 10% από 5% σήμερα, παρά τις σχετικές απαιτήσεις του ΔΝΤ. Αντίστοιχα, αποκρούστηκαν οι απαιτήσεις του Ταμείου για το συνδικαλιστικό νόμο και, συγκεκριμένα, την επαναφορά της ανταπεργίας (lock out). Ξεκαθάρισε, εξάλλου ότι, αναφορικά με το συνδικαλιστικό νόμο, αυτήν τη στιγμή, δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στο νομικό πλαίσιο για την απεργία, αλλά θα γίνουν αλλαγές στους λόγους απόλυσης των συνδικαλιστών, όπως με την προσθήκη κάποιων ποινικών αδικημάτων.
Μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας είπε ότι η ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να επιτύχει μία συμφωνία, «η οποία θα λέει ότι θα ληφθούν μέτρα για μετά το τέλος του προγράμματος, το 2019 και το 2020, αλλά τα μέτρα αυτά θα είναι μηδενικού δημοσιονομικού αντικτύπου. Αυτή η συμφωνία δεν θα υπήρχε με αυτούς τους όρους, αν δεν υπήρχε η ελληνική κυβέρνηση να επιμείνει για την ανάγκη να θεσμοθετηθούν παράλληλα θετικά μέτρα, τα οποία είναι μέτρα υποστήριξης του κοινωνικού κράτους. Η συμφωνία αυτή θα είναι μία συνολική συμφωνία, η οποία θα ορίζει τις μεταρρρυθμίσεις εντός του προγράμματος, τις μεταρρυθμίσεις για το 2019 και το 2020 με τα αρνητικά μέτρα και τα θετικά, θα ορίζει τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Με αυτήν τη συμφωνία, θα πρέπει πια να ολοκληρώνουμε και το 2018 το πρόγραμμα, για να βγούμε τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2018 από την επιτροπεία. Αυτή είναι η λογική αυτής της συμφωνίας».
Η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε, επίσης, στον καθορισμό ανώτατου ορίου απομείωσης της προσωπικής διαφοράς, με το οποίο θα αποφευχθούν μεγάλες μεταβολές στις συντάξεις. Συγκεκριμένα, σημείωσε ότι «αυτή η αρνητική μεταβολή θα αφορά μόνο τις προσωπικές διαφορές, το ένα τρίτο των συνταξιούχων, δηλαδή περίπου το 30% και πρόκειται για όσους έχουν πάρει συντάξεις, πριν από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου και των οποίων η σύνταξη ήταν ελαφρώς αυξημένη σε σχέση με το νέο τρόπο υπολογισμού. Αυτό που διαπραγματευόμαστε και νομίζω ότι θα μπορέσουμε να το κερδίσουμε είναι να υπάρξει ένα ποσοστό προστασίας της σύνταξης, δηλαδή ένα ανώτατο όριο απομείωσης της προσωπικής διαφοράς, ώστε να μην υπάρχουν πολύ μεγάλες μεταβολές».