Δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα οι προτάσεις για αλλαγή της πολιτικής φαρμάκου που κατέθεσε στο πλαίσιο έκθεσης ο ΣΕΒ για την συγκεκριμένη αγορά.
Σύμφωνα με αυτή, οι πολιτικές εξυγίανσης και μεταρρύθμισης της πολιτικής υγείας που υλοποιήθηκαν στα χρόνια της κρίσης, δεν έχουν θεραπεύσει δομικές αναποτελεσματικότητες του συστήματος υγείας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση, τα τελευταία χρόνια η συνταγογράφηση και η κατανάλωση φαρμάκων παραμένουν σε επίμονα υψηλά επίπεδα, με τάσεις αύξησης (στην Ελλάδα των 10,5 εκατ. κατοίκων χορηγούνται 6,5 εκατ. συνταγές το μήνα ) και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα, ήδη πριν την κρίση, είχε σοβαρό πρόβλημα υπερκατανάλωσης φαρμάκων.
Επιπλέον, εθνικές και διεθνείς μελέτες καταγράφουν τα τελευταία χρόνια τάσεις χειροτέρευσης σημαντικών παραμέτρων που άπτονται της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού της χώρας, ενώ πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ένα ποσοστό 12-14% του πληθυσμού που δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αναγκαία ιατρική φροντίδα ή φάρμακα που χρειάζεται, καθώς και μείωση των επισκέψεων σε οδοντίατρους την περίοδο 2009-14.
Κατά τον ΣΕΒ, η μείωση των τιμών με τις οποίες αποζημιώνεται ο παραγωγός ή εισαγωγέας ωθεί την κατανάλωση σε ακριβότερα φάρμακα, ακόμα και όταν αυτό ιατρικά δεν είναι απαραίτητο, επειδή η πώληση ενός ακριβότερου φαρμάκου (πχ. 5 ευρώ η συσκευασία) αντί ενός οικονομικότερου (πχ. 2,5 ευρώ η συσκευασία) αποφέρει, σε ευρώ, υψηλότερα έσοδα στο φαρμακείο και τη φαρμακαποθήκη.
Στην έκθεση επισημαίνεται ακόμη, ότι «σε όλες τις άλλες χώρες η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και μάλιστα με βάση τη δραστική ουσία, έχει οδηγήσει σε μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και αύξηση του μεριδίου των γενοσήμων, τα οποία είναι κατάλληλα για τις πιο απλές θεραπείες, αφήνοντας τα καινοτόμα και πιο εξειδικευμένα φάρμακα ως δεύτερη γραμμή θεραπείας όπου απαιτείται. Όμως, στην Ελλάδα, η άτακτη, χωρίς εσωτερική συνοχή και προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα, εφαρμογή διεθνών βέλτιστων πρακτικών, έχει οδηγήσει σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα».
Ο ΣΕΒ προτείνει σειρά μέτρων, στα οποία περιλαμβάνονται τα εξής:
- Εκστρατεία ενημέρωσης για τις βλαβερές επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης των φαρμάκων, αλλά και της ποιότητας των γενοσήμων.
- Ενίσχυση της διαφάνειας σε όλα τα επίπεδα, σε ό,τι αφορά τη δημοσιοποίηση των παροχών εταιρειών προς ιατρούς.
- Πλήρης απαγόρευση, με εφαρμογή στην πράξη, της χορήγησης αντιβιοτικών χωρίς ιατρική συνταγή.
- Το μικτό κέρδος των φαρμακοποιών και της αλυσίδας διανομής να ενισχυθεί, αναλογικά, στην περίπτωση διάθεσης πιο οικονομικών και ειδικά γενόσημων φαρμάκων.
- Μείωση, αναλογικά, του rebate των φαρμακοποιών σε σχέση και με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων που αφορούν στη διάθεση γενοσήμων.
- Εφαρμογή του clawback όχι στο σύνολο του κύκλου εργασιών της αγοράς, αλλά σε υποκατηγορίες.
- Διασύνδεση της μείωσης των τιμών γενοσήμων με στόχους αύξησης του μεριδίου τους.
- Εξαίρεση από τα όρια δαπάνης, clawback και rebate ορισμένων ειδικών περιπτώσεων θεραπειών, όπως τα αντιρετροϊκά φάρμακα και τα εμβόλια.
- Χορήγηση πιο οικονομικών θεραπειών ως πρώτης γραμμής, με τις πιο ακριβές θεραπείες να έπονται, στις περιπτώσεις όπου η πρώτη γραμμή θεραπείας δεν οδήγησε σε ίαση.
- Αξιοποίηση των δεδομένων που έχουν προκύψει από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, για τον εντοπισμό των περιπτώσεων που οδηγούν σε δυσανάλογη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης.
- Ενίσχυση του ΕΟΦ.
- Eπίσπευση της λειτουργίας της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης του υπουργείου Υγείας.
- Συνέπεια του ΕΟΠΥΥ στην εξόφληση των οφειλών του.