Τρία χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση, «αγόρασε» η Ελλάδα με τη συμφωνία της συνόδου κορυφής στις 27 Οκτωβρίου. Στη διάρκεια αυτών των ετών έχει μια τελευταία ευκαιρία για να πείσει τις αγορές να ξεχάσουν το σοκ του μεγάλου «κουρέματος» και να αρχίζουν να δανείζουν ξανά.
Όπως δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο στόχος είναι εξαιρετικά δύσκολος, καθώς το νέο Μνημόνιο που θα υπογραφεί τον ερχόμενο Δεκέμβριο θα προϋποθέτει μακροχρόνια δημοσιονομική προσαρμογή και υλοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών στην ελληνική οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης του χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020 απαιτούνται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τρόικας, πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% ετησίως.
Στο τέλος της 10ετίας θα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί πρωτογενή πλεονάσματα που αθροιστικά θα ξεπερνούν τα 83 δισ. ευρώ. Ο στόχος είναι δύσκολος και προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες επίτευξής του, με δεδομένη την αναξιοπιστία της Ελλάδας, η Ευρωζώνη αποφάσισε να θέσει υπό επιτήρηση την κυβέρνηση, εγκαθιστώντας μόνιμη αντιπροσωπεία στην Αθήνα και στελέχη της στα κρίσιμα υπουργεία και στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι πρώτοι μόνιμοι επιτηρητές αναμένεται να έρθουν στην Ελλάδα στις αρχές Δεκεμβρίου.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις από το «κούρεμα» στην καθημερινότητά μας, οι κάτοχοι ομολόγων θα υποχρεωθούν σε απώλειες, τα ασφαλιστικά ταμεία θα πρέπει να στηριχθούν, δάνεια και καταθέσεις θα μείνουν ανέγγιχτα, αλλά και νέα μέτρα διαφαίνονται στο μέλλον.