Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες θα καταθέσει σήμερα ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, ενώ την Τετάρτη θα απευθυνθεί σε κλειστή συνεδρίαση γερμανών βουλευτών, αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
To όλο και πιο επείγον μήνυμα που θα μεταφέρει ο κεντρικός τραπεζίτης είναι ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν μέτρα για να ενισχύσουν την οικονομία. «Στη γερμανική πρωτεύουσα, πιθανότατα θα απευθύνει ένα ειδικό αίτημα: Ξοδέψτε περισσότερα, τώρα», σημειώνει το δημοσίευμα.
Από την οπτική του Ντράγκι, η γερμανική οικονομία έχει πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία δίνουν στην κυβέρνηση της καγκελαρίου ‘Ανγκελα Μέρκελ το δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσει αμέσως τη ζήτηση. Η άποψη του Βερολίνου για το θέμα αυτό είναι μάλλον διαφορετική, καθώς σημειώνει κατ’ αρχήν ότι οι γερμανικές κρατικές δαπάνες αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από τις καταναλωτικές δαπάνες για περισσότερο από ένα έτος.
Η ΕΚΤ, όμως, θέλει την ενίσχυση των προσπαθειών από τους πολιτικούς. Αν και η νομισματική πολιτική είναι ήδη υπερβολικά χρησιμοποιημένη, τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν αυτή την εβδομάδα αναμένεται να δείξουν ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης ανήλθε στο 0,4% τον Σεπτέμβριο, πολύ χαμηλότερα από τον στόχο που είναι λίγο κάτω από το 2%. Στη Γερμανία ο πληθωρισμός θα είναι λίγο πιο αυξημένος, στο 0,5%. Η ανεργία στην Ευρωζώνης πιθανόν μειώθηκε οριακά στο 10% τον Αύγουστο από 10,1% τον Ιούλιο, σύμφωνα με άλλη έρευνα του Bloomberg.
Η ΕΚΤ είναι τόσο ανήσυχη για τον βραδύ ρυθμό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε σύστησε ομάδα κρούσης (task force) για να εξετάσει σχετικές ιδέες. Εν τω μεταξύ, όμως, οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας θέλουν να δουν (αυξημένες) δημόσιες δαπάνες από ορισμένες κυβερνήσεις, και δεν φοβούνται να αναφέρουν ονόματα.
«Οι χώρες που έχουν δημοσιονομικό περιθώριο, πρέπει να το χρησιμοποιήσουν. Η Γερμανία έχει δημοσιονομικό περιθώριο», δήλωσε ο Ντράγκι σε δημοσιογράφους στις 8 Σεπτεμβρίου. Ο Πέτερ Πράετ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα L’ Opinion την περασμένη εβδομάδα ότι το πλεόνασμα στο γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που φθάνει το 9% του ΑΕΠ, αποτελεί μία «ανωμαλία», η οποία πρέπει να μειωθεί με την αύξηση της εγχώριας ζήτησης. Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δεν είναι μόνοι. Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη στασιμότητα της οικονομίας της χώρας του και μία φουντωμένη κρίση «κόκκινων» δανείων, τόνισε την περασμένη εβδομάδα ότι το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι ανησυχητικό.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάλεσε τους (συμπατριώτες του) βουλευτές να κρατήσουν σκληρή στάση έναντι του Ντράγκι, όταν θα εμφανισθεί ενώπιον τους. Είναι ενοχλημένος από την κριτική του Ντράγκι για το εμπορικό πλεόνασμα, σημειώνοντας ότι αυτό είναι αποτέλεσμα λάθους της ΕΚΤ, σύμφωνα με γερμανική εφημερίδα.
Σε δηλώσεις που έκανε την περασμένη εβδομάδα, υποστήριξε ότι όταν εξεταζόταν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είχε πει στον Ντράγκι ότι αυτό θα αύξανε το γερμανικό πλεόνασμα. Είχε σημειώσει, επίσης, τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τους οποίους το έλλειμμα του προϋπολογισμού πρέπει να είναι μικρότερο από το 3% του ΑΕΠ και το χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Ακόμη και με ένα μικρό πλεόνασμα – που έχει υποσχεθεί ο Σόιμπλε για τον προϋπολογισμό – η επίτευξη του στόχου για το χρέους θα γίνει το 2020.
Η έως τώρα αύξηση των δημόσιων δαπανών στη Γερμανία δεν είναι εντελώς εκούσια. Μέρος των δαπανών γίνονται για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Το πλεόνασμα στον προϋπολογισμό συνέχισε να αυξάνεται, φθάνοντας πέρυσι στο 0,7% του ΑΕΠ και στο 1,2% του ΑΕΠ στο πρώτο εξάμηνο του 2016. Υπάρχουν λόγοι, ωστόσο, που ο Σόιμπλε εξετάζει να χαλαρώσει λίγο την πολιτική του. Οι προοπτικές της γερμανικής οικονομίας έχουν σκιαστεί μετά την ψήφο της Βρετανίας, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας, υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ. Τα στοιχεία έρευνας (της εταιρείας Markit), που ανακοινώθηκε την Παρασκευή, έδειξαν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα της γερμανικής οικονομίας τον Σεπτέμβριο ήταν ο πιο αδύναμος των τελευταίων 16 μηνών.