Κριτική κατά των δανειστών άσκησε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, τονίζοντας ότι «δεν έχουν κανέναν ουσιαστικό λόγο να εμποδίσουν τη δημιουργία ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, ούτε να να δυσχεραίνουν τις νομοθετικές διατάξεις για την επιστροφή αδήλωτων καταθέσεων και βεβαίως να αρνούνται τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων», καθώς όλα αυτά εμποδίζουν την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση.
Μιλώντας στο Δ.Σ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, παρουσία του υπουργού Γιώργου Σταθάκη, ο κ. Μίχαλος πρόσθεσε πως η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα «ισχυρό επενδυτικό σοκ» προκειμένου να επιστρέψει και πάλι στην ανάπτυξη, τονίζοντας πως τα επόμενα χρόνια πρέπει να κινητοποιηθούν επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ.
Αναλυτικά η ομιλία του…
«Σας καλωσορίζω στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών και σας ευχαριστώ για την παρουσία σας στην αποψινή συνεδρίαση. Ως ο αρμόδιος για την ανάπτυξη υπουργός της κυβέρνησης, έχετε αναλάβει να υπηρετήσετε μια κρίσιμη, εθνικής σημασίας προσπάθεια.
Μια προσπάθεια η οποία δυσχεραίνεται και από την εμμονή και τις αξιώσεις των δανειστών σε ζητήματα που θα έπρεπε ήδη να έχουν επιλυθεί προς όφελος της επιχειρηματικότητας και γενικότερα της εθνικής μας οικονομίας. Δεν υπάρχει κανείς ουσιαστικός λόγος να εμποδίζουν οι εκπρόσωποι των θεσμών τη δημιουργία ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, ούτε να δυσχεραίνουν τις νομοθετικές διατάξεις για την επιστροφή στην Ελλάδα αδήλωτων καταθέσεων, και βεβαίως να αρνούνται πεισματικά τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που προβλέπει το ελληνικό πρόγραμμα μετά το 2018. Η στάση αυτή των εταίρων και δανειστών σίγουρα εμποδίζει την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση όσο το δυνατόν συντομότερα.
Ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων που ήδη επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του Προγράμματος Προσαρμογής, αν και μικρότερες σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, δεν παύουν να είναι σημαντικές και εμφανείς σε κάθε τομέα της οικονομίας.
Η Ελλάδα είναι σήμερα η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η οικονομία παρουσιάζει ύφεση. Σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, η ύφεση κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους κυμάνθηκε στα επίπεδα του 1%.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η εκτίμηση για πτώση του ΑΕΠ κατά 0,3% στο σύνολο του 2016 θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαληθευθεί. Γνωρίζετε δε καλύτερα από όλους ότι κάθε υστέρηση σε σχέση με τις προβλέψεις του Προγράμματος Προσαρμογής οδηγεί στη λήψη νέων μέτρων.
Σαφώς στη διάρκεια του έτους έχουν καταγραφεί μια σειρά από θετικές εξελίξεις, όπως η αύξηση του δείκτη μεταποιητικής παραγωγής το πρώτο εξάμηνο του 2016, καθώς και οι εκτιμήσεις για νέα αύξηση της τουριστικής κίνησης, παρά τη μείωση αφίξεων σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Στα θετικά καταγράφεται επίσης η – έστω και με χαμηλούς ρυθμούς – σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες.
Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν είναι ικανές να δώσουν την ώθηση που χρειάζεται σήμερα η ελληνική οικονομία.
Όπως έχουμε επισημάνει επανειλημμένα, θα χρειαστεί ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ για να επιστρέψει η οικονομία μας στα προ κρίσης επίπεδα. Θα πρέπει να κινητοποιήσουμε επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες των προηγούμενων ετών και να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Ο στόχος αυτός προϋποθέτει κίνητρα για τη δραστηριοποίηση όχι μόνο ξένων επενδυτών, αλλά και των εγχώριων επιχειρηματικών δυνάμεων. Προϋποθέτει, επίσης, δραστική βελτίωση του επιχειρηματικού και φορολογικού περιβάλλοντος στη χώρα.
Με τις νέες αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ένας επιχειρηματίας που θέλει να δημιουργήσει ατομική, ομόρρυθμη ή ΙΚΕ – ΕΠΕ – ΑΕ, υποχρεούται ουσιαστικά να καταβάλλει στο κράτος το 50% έως και 74% των κερδών του.
Δεν συζητούμε το αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι. Αλλά το αν είναι ρεαλιστικό, το αν είναι λειτουργικό. Ποιος θα δεχθεί, με αυτές τις συνθήκες, να αναλάβει επιχειρηματικό ρίσκο στην Ελλάδα; Ποιος θα επιλέξει να επενδύσει εδώ και όχι σε μια γειτονική χώρα, όπου η συνολική επιβάρυνση δεν ξεπερνά το 27%;
Κύριε υπουργέ, γνωρίζουμε ότι δεν είστε άμεσα αρμόδιος για τη φορολογία. Ως αρμόδιος όμως για την ανάπτυξη, γνωρίζετε ότι αν δεν αλλάξει το σημερινό φορολογικό καθεστώς, ανάπτυξη δεν πρόκειται να δούμε. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, το βασικό μας αίτημα προς την κυβέρνηση για μείωση φορολογικών συντελεστών σε βιώσιμα και ανταγωνιστικά επίπεδα.
Πέραν της φορολογίας, η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει καταθέσει μια σειρά από προτάσεις, με σκοπό τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την επιτάχυνση της ανάπτυξης, τις οποίες γνωρίζετε και εκτιμώ ότι θα τις αξιοποιήσετε.
Κύριε υπουργέ: Η ανάπτυξη αποτελεί σήμερα εθνικής σημασίας στόχο. Ένα στόχο που θα επιτευχθεί μέσα από γενναίες αποφάσεις και δραστικά μέτρα, στα σημεία όπου πραγματικά πάσχει η ελληνική οικονομία.
Η Επιμελητηριακή Κοινότητα, εκπροσωπώντας το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, είναι και θα είναι πάντα πρόθυμη να στηρίξει κάθε προσπάθειά σας προς αυτή την κατεύθυνση.
Είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι να παρέχουμε τη συσσωρευμένη γνώση, την πείρα και την τεχνογνωσία που διαθέτουμε στα θέματα της αγοράς, προκειμένου να προχωρήσουν αποτελεσματικές και χρήσιμες παρεμβάσεις.
Σας ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά που βρίσκεστε σήμερα εδώ».