Με εκτενή δημοσιεύματα καλύπτει ο σημερινός βέλγικος Τύπος τη συνεδρίαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου και τις αποφάσεις για την Ελλάδα, σχολιάζοντας ότι το ΔΝΤ παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει πως δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα βοήθειας παρά μόνο αν υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, εν τέλει υποχώρησε έναντι των Ευρωπαίων.
«Αποδεχόμενο τη συμμετοχή του στην ελληνική περίπτωση, το ΔΝΤ υποχώρησε έναντι των Ευρωπαίων», γράφει η εφημερίδα L’ Echo, επισημαίνοντας ότι αν και οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κάνει καμία μεγάλη παραχώρηση όσον αφορά την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ αποδέχτηκε τη συμμετοχή του στο τρίτο πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα. Κατά μία έννοια οι Ευρωπαίοι δέσμευσαν ηθικά εκείνους που θα τους διαδεχτούν, ότι το ελληνικό χρέος (ετήσιο κόστος αποπληρωμής) θα διατηρηθεί κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ, χωρίς ωστόσο να έχει επισήμως συμφωνηθεί κάτι.
Η εφημερίδα αναφέρει πως το ΔΝΤ «λύγισε μπροστά στην επιμονή του Βερολίνου». Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών και η «αυλή» του –οι υποστηρικτές της λιτότητας, μεταξύ των οποίων και ο Βέλγος υπουργός, δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει συγκεκριμένες υποσχέσεις για το ελληνικό χρέος τονίζει η εφημερίδα. Μια πολύ συγκεκριμένη δέσμευση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση έναντι του γερμανικού εκλογικού σώματος μόλις ένα χρόνο πριν τις εκλογές, σχολιάζει η Echo και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών αποφάσισαν «έξυπνα» να κρατήσουν μια ασαφή στάση («flou artistique») για το μέλλον του ελληνικού χρέους: αναφορά σε κάποια βραχυπρόθεσμα μέτρα, χωρίς νούμερα, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή για μεσοπρόθεσμα μέτρα μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος.
Την ίδια ώρα, φρόντισαν κατά την εφημερίδα να δώσουν στο ΔΝΤ επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσει τη συνέχιση της συμμετοχής του στο πρόγραμμα: το ετήσιο κόστος αποπληρωμής του χρέους δεν θα ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ. Αν και το 15% απέχει αρκετά από το 10% που ζητούσε το ΔΝΤ, η κίνηση αυτή αποτελεί μια σημαντική ένδειξη για την πορεία του ελληνικού χρέους. Όσον αφορά την πρόβλεψη Μηχανισμού αυτόματης ελάφρυνσης του χρέους, επισημαίνει ότι πρόκειται για τη μεγάλη πρωτοτυπία της προχθεσινής συνεδρίασης, που παρουσίασαν οι Ευρωπαίοι ως «καθρεφτάκι» στο ΔΝΤ και στην Αθήνα, σχολιάζοντας ωστόσο πως όταν και αν απαιτηθεί η ενεργοποίησή του, οι περισσότεροι υπουργοί Οικονομικών που υποστήριξαν αυτή την ιδέα δεν θα βρίσκονται στη θέση τους προκειμένου να τη συγκεκριμενοποιήσουν.
Συνεχίζοντας η εφημεριδα αναφέρει:
«Η φόρμουλα όμως είναι ωραία. Τόσο ωραία που η ομάδα του ΔΝΤ γοητεύτηκε: να την, έτοιμη να συμμετάσχει στο τρίτο πρόγραμμα βοήθειας. Τα “κεφάλια” του ΔΝΤ θα συστήσουν στο διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού να εγκρίνει “μια οικονομική συμφωνία” πριν το τέλος του έτους για να στηριχθεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές δεν θα επιβλέπουν πλέον μόνοι την ελληνική κυβέρνηση που θα σφίγγει τις κάνουλες».
Στα αποτελέσματα του Eurogroup αναφέρεται επίσης ανάλυση στην εφημερίδα Le Soir με τίτλο «Η διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους… στις ελληνικές καλένδες».
Ο αρθρογράφος σχολιάζει σχετικά ότι εν τέλει «κέρδισε η Γερμανία». Για ακόμα μια φορά, η γερμανική άποψη επικράτησε σε μια «ζωτικής σημασίας» διαπραγμάτευση για την ελληνική κρίση, από την οποία προέκυψε μια συμφωνία τόσο ασαφής και περίπλοκη που ξεπερνά ό,τι είχαμε δει μέχρι σήμερα. Από τη μια, αποφασίστηκε η εκταμίευση δόσης ύψους 10,3 δισ. ευρώ. Σημαντικότερη εξέλιξη ωστόσο αποτελεί το γεγονός ότι οι πιστωτές της Ελλάδας κατάφεραν να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό για ένα θέμα που τους δίχαζε: την αναδιάρθρωση του χρέους. Από την πλευρά τους, οι Έλληνες παρέμειναν θεατές, παρά το γεγονός ότι τους αφορά άμεσα. Κατά την άποψη του αρθρογράφου τρία σημεία πρέπει να συγκρατήσουμε από αυτό το Eurogroup:
(α) τη δημόσια αποκατάσταση του Τσίπρα και της κυβέρνησής του: η αποδέσμευση των 10,3 δισ. έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό από ορισμένους, όπως ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, ο οποίος αναφέρθηκε στις «σημαντικές προσπάθειες, στην εμπιστοσύνη που μπορούμε να έχουμε σήμερα προς την ελληνική κυβέρνηση…». Βέβαια, σχολιάζει ο συντάκτης, «οι κακές γλώσσες θα προσθέσουν ότι τα κομπλιμέντα αναγνωρίζουν την υποταγή του Τσίπρα σε όλες τις απαιτήσεις των πιστωτών. Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση του Τσίπρα και των δικών του επετεύχθη», σημειώνει.
(β) την αναγνώριση της αναγκαιότητας για μείωση του χρέους: δεδομένης της επιμονής του ΔΝΤ για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ως προϋπόθεση συμμετοχής του στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα και της διαμετρικά αντίθετης γερμανικής άποψης, ο συντάκτης εκτιμά πως η σχετική προετοιμασία είχε ήδη γίνει από τον Ιούλιο του 2015 και από τη δήλωση της 26ης Μαρτίου και πως αποτελεί μια νίκη όχι μόνο για το ΔΝΤ και την Ελλάδα, αλλά και για την «κοινή λογική». Η σχετική έκθεση του ΔΝΤ καταδεικνύει λεπτομερώς όλα όσα γνωρίζουν όλοι, αλλά κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί δημοσίως: ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (στο πλαίσιο του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%), τονίζει.
(γ) η ασάφεια όσον αφορά το ύψος της μείωσης (του χρέους): ο συντάκτης προβλέπει ότι θα υπάρξουν στο μέλλον πολλές «θυελλώδεις συνεδριάσεις» στο Eurogroup σχετικά με αυτό το θέμα ενώ οι απαντήσεις θα βασιστούν στα αποτελέσματα νέων αναλύσεων και συναντήσεων ειδικών.
Στη συνεδρίαση του Eurogroup αναφέρεται τέλος και δισέλιδο αφιέρωμα στην εφημερίδα La Libre με τίτλο «Μια απλή επανάληψη για την Ελλάδα».
Επισημαίνεται ότι οι θεσμοί κατέληξαν σε συμφωνία με την Ελλάδα (εκταμίευση δυο δόσεων 7,5 δις ευρώ τον Ιούνιο και 2,8 δις το Σεπτέμβριο) ενώ εξασφαλίστηκε και η πρόθεση συμμετοχής του ΔΝΤ στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα με την υπόσχεση από την πλευρά των Ευρωπαίων για συζήτηση περί ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Το αφιέρωμα αναφέρεται σε όσα αποφασίστηκαν υπογραμμίζοντας ότι η Γερμανία φρόντισε να γραφτεί στην ανακοίνωση ότι αποκλείεται κούρεμα του χρέους δεδομένου ότι «είναι πολιτικά περίπλοκο για την Άγγελα Μέρκελ να συμφωνήσει σε μείωση του χρέους της Ελλάδας πριν το 2018» λόγω των επικείμενων γερμανικών εκλογών το 2017. Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος διερωτάται αν αυτή η απόφαση θα βοηθήσει την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον Γκρεγκορι Κλάες της δεξαμενής σκέψης Bruegel, η συμφωνία είναι «απογοητευτική» δεδομένου ότι «μια άμεση διαγραφή του ελληνικού χρέους θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική ψυχολογικά» σε σχέση με τα όσα προβλέπονται. «Με ένα τόσο μεγάλο χρέος, αιωρείται πάντα το ερώτημα της ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Οι πιθανοί επενδυτές θα φοβηθούν ενδεχομένως μια επιστροφή στη δραχμή, κάτι που δεν τους ενθαρρύνει να έρθουν στην Ελλάδα. Μια άμεση διαγραφή θα είχε μια ψυχολογική επίδραση πολύ πιο σημαντική», σχολιάζει. Τέλος, διερωτώμενος για το «ποιος κέρδισε», ο αρθρογράφος τονίζει πως το ΔΝΤ απέσπασε τη δέσμευση ότι το ζήτημα ελάφρυνσης του χρέους θα συζητηθεί το 2018 παρά το γεγονός ότι απαιτούσε αρχικά την «χωρίς όρους» μείωση του ώστε να δοθεί ένα σαφές μήνυμα στις αγορές. Ο Κλάες σχολιάζει: «Το ΔΝΤ αναγνώρισε ότι είχε άδικο όταν επέβαλε μια τόσο σημαντική θεραπεία λιτότητας στην Ελλάδα». Μεταξύ άλλων, ακόμα και το Βέλγιο δεν είχε καταφέρει κατά τη δεκαετία του ογδόντα να επιτύχει τους στόχους που το ΔΝΤ έθετε στην Ελλάδα.
Ο αρθρογράφος σχολιάζει επίσης ότι υπήρξε μια σημαντική αλλαγή ρόλων: η εξέλιξη του ρόλου του ΔΝΤ. Αν και η Γερμανία απαιτούσε από την αρχή τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα προκειμένου το ΔΝΤ να παίζει το ρόλο του «απαιτητικού διαπραγματευτή», του «κακού μπάτσου», τώρα το ΔΝΤ ζητά τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους.