Η χθεσινή συμφωνία στο Eurogroup «χωρίς αμφιβολία, θα συντελέσει σημαντικά στην άρση της αβεβαιότητας», επισημαίνει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο οποίο αναλύει τι σημαίνει η απόφαση για τη χώρα, πώς θα δούμε αλλαγές στην πραγματική οικονομία, καθώς και τι σημαίνει η συμφωνία για το δημόσιο χρέος.
Ολόκληρο το άρθρο του Π. Λιαργκόβα έχει ως εξής:
Τι σημαίνει η απόφαση για τη χώρα;
Η χθεσινή πολυαναμενόμενη απόφαση του Eurogroup ανοίγει το δρόμο για την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του Τρίτου Προγράμματος της Ελλάδας. Χωρίς αμφιβολία, θα συντελέσει σημαντικά στην άρση της αβεβαιότητας (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα), δεδομένου ότι αποφεύγονται επιζήμιες για τη χώρα εξελίξεις στην οικονομία (πχ ενδεχόμενη στάση πληρωμών). Να σημειωθεί ότι η τελευταία επιτυχής αξιολόγηση είχε συμβεί την Άνοιξη του 2014! Συγκεκριμένα:
– Η συμφωνία εξασφαλίζει τα απαραίτητα κεφάλαια (€ 7,5 δισ. τον Ιούνιο) για την εξυπηρέτηση κυρίως του χρέους της χώρας τους επόμενους μήνες και για μια πρώτη εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς ιδιώτες, υπό την προϋπόθεση όμως της βελτίωσης ορισμένων σημείων, στους τομείς του ασφαλιστικού, της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ιδιωτικοποιήσεων, όπως αναφέρεται και στην απόφαση του Eurogroup.
– Η συμφωνία εξασφαλίζει επίσης και κεφάλαια (από τα συνολικά € 10,3 δισ. της δόσης) για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που θα εκταμιευθούν κυρίως «μετά το καλοκαίρι» και μάλιστα μετά από θετική εισήγηση των θεσμών επί της ομαλής έως τότε εξόφλησης των οφειλών. Σημειώνεται πάντως ότι τα ληξιπρόθεσμα που προβλέπεται να εξοφληθούν συσσωρεύτηκαν -κυρίως- τους τελευταίους 17 μήνες.
– Η συμφωνία επίσης περιέχει και μια πολύ θετική δέσμευση των εταίρων (αν και όχι ποσοτικοποιημένη) για ουσιαστικές παρεμβάσεις στο χρέος της χώρας όταν και αν χρειαστεί μακροπρόθεσμα. Συνδέεται η βιωσιμότητα του χρέους με τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησής του ως ποσοστό του ΑΕΠ και όχι βάσει του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Προβλέπεται στην απόφαση οι δαπάνες εξυπηρέτησης να μην ξεπερνούν το 15% μεσοπρόθεσμα και το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
– Η συμφωνία ανοίγει το δρόμο για χρήση εργαλείων της ΕΚΤ: επαναφορά της εξαίρεσης (waiver) επί των ελληνικών ομολόγων, αλλά και συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτά, σε συνδυασμό με την εμπέδωση κλίματος σταθερότητας, αναμένεται να συντελέσουν στη χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
– Παρ’ όλα αυτά, η τμηματική καταβολή της δόσης και μάλιστα με συγκεκριμένα προαπαιτούμενα και λεπτομερή εποπτεία των Θεσμών δείχνει την επιφυλακτικότητα των εταίρων. Η αυστηρότητα του όλου πλαισίου αναδεικνύει το μέγεθος της δουλειάς και της προσπάθειας που πρέπει να καταβληθεί.
Πώς θα δούμε αλλαγές στην πραγματική οικονομία;
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, παρά την προσωρινή ευφορία με την οποία θα συνοδεύεται, δεν μπορεί από μόνη της να επιφέρει σημαντικά οφέλη στην καθημερινότητα καταναλωτών κι επιχειρήσεων. Η βελτίωση κάποιων δεικτών (χρηματιστηριακός, αποδόσεις ομολόγων, οικονομικό κλίμα) που προκύπτει δεν αρκεί και στη συνέχεια απαιτείται ισχυρή υποστήριξη: προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος, με έμφαση στην εισπραξιμότητα των νέων φόρων, επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων (ειδικά των αποκρατικοποιήσεων και της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων) και εδραίωση κλίματος σταθερότητας και αποφασιστικότητας, που θα συνδράμει και στο στόχο της προσέλκυσης επενδύσεων. Επίσης, συντονισμένες δράσεις απαιτούνται και στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων (πακέτο Γιούνκερ, ΕΣΠΑ). Η αύξηση της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία από τις διάφορες πηγές (ευρωπαϊκά κονδύλια, δόση, ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ) σε συνδυασμό με το κλίμα σταθερότητας και αποφασιστικότητας είναι δυνατόν να αμβλύνουν -εν μέρει- τις αρκετά υφεσιακές επιπτώσεις των νέων μέτρων. Εξαιρετικά κρίσιμο επίσης είναι να επιδιωχθεί, με την πρώτη ευκαιρία, η πιθανή υπεραπόδοση κάποιων μέτρων κατόπιν συνεννόησης με τους θεσμούς, να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του υπερβάλλοντος φορολογικού βάρους στην ελληνική οικονομία. Με άλλα λόγια, να γίνει αποτελεσματική αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απολύτως σαφές ότι αντικρουόμενες δηλώσεις, υπαναχωρήσεις, παλινωδίες και άλλες αμφιλεγόμενες κινήσεις δεν είναι συμβατές με το στόχο της επιστροφής στην ανάπτυξη.
Τι σημαίνει η συμφωνία για το δημόσιο χρέος;
Στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή έχουμε επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη παρεμβάσεων στο δημόσιο χρέος της χώρας. Είναι ένα θετικό βήμα ότι αυτή η ανάγκη γίνεται αντιληπτή πλέον και από τους εταίρους, μέσω μιας δέσμευσης -αν και όχι ακόμα ποσοτικοποιημένη και σαφώς ορισμένη- με εξαίρεση τα όρια 15% και 20% μέσο- και μάκρο- πρόθεσμα αντίστοιχα για τις δαπάνες εξυπηρέτησης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Βασικός στόχος είναι η διευκόλυνση της επιστροφής της χώρας στις αγορές. Οι δράσεις θα είναι σε βράχυ- , μέσο- και μάκρο- πρόθεσμο ορίζοντα. Στο πλαίσιο αυτό, στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (μέχρι το τέλος του προγράμματος) θα ομαλοποιηθούν οι αποπληρωμές προς τον EFSF και θα μειωθεί και ο κίνδυνος του επιτοκίου. Μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος, προβλέπεται εκτός άλλων και χρήση αδιάθετων κεφαλαίων για επαναγορά χρέους. Σε κάθε περίπτωση όμως, παρά τη δέσμευση των εταίρων να σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας, ουσιαστικές αποφάσεις δεν προβλέπεται να ληφθούν πριν το τέλος του 2018, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος, με βάση τα δεδομένα που θα έχουν δημιουργηθεί τότε. Όμως, παρά την ώθηση που μπορεί να δώσει στην εφαρμογή του προγράμματος η δέσμευση των εταίρων, δεν αποτελεί την πλέον κατάλληλη λύση για το πρόβλημα του χρέους της χώρας, τουλάχιστον με τα έως τώρα δεδομένα.