Ο νέος αναπτυξιακός νόμος παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως βασικό εργαλείο για την επιτάχυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
*Του Κωνσταντίνου Μίχαλου
Ωστόσο, η εμπειρία των τελευταίων 25 ετών δείχνει ότι πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Στους αναπτυξιακούς νόμους, του 1998, του 2004 και του 2011, είχαν ενταχθεί επενδύσεις συνολικού ύψους 32 δισ. ευρώ, με αντίστοιχη επιχορήγηση από το Δημόσιο στα 12,3 δισ. ευρώ. Η μέση επιχορήγηση ανά θέση εργασίας, από τις 75.000 που θεωρητικά θα δημιουργούσαν τα επενδυτικά αυτά σχέδια, εκτοξεύθηκε από τα 36.500 ευρώ στα 323.000 ευρώ. Πέρα από λίγες και ακριβές, οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από τους προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους ήταν και βραχύβιες, αφού η διάρκεια ζωής τους δεν ξεπέρασε τα τρία χρόνια. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτήθηκαν από τους προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους ήταν χαμηλής και σχετικά χαμηλής τεχνολογίας.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι επιδοτήσεις λειτούργησαν ουσιαστικά ως μηχανισμός παροχής ρευστότητας, χωρίς πραγματικό αναπτυξιακό αντίκρισμα. Η αποτυχία οφείλεται αφενός στην έλλειψη στρατηγικής στόχευσης για την ανάδειξη δυναμικών κλάδων και αφετέρου, στην ύπαρξη ενός ευρύτερα εχθρικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο εμποδίζει την προσέλκυση κεφαλαίων και την ανάπτυξη βιώσιμων επενδύσεων.
Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, που παρουσιάστηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση, διαφέρει από τους προηγούμενους σε ένα βασικό σημείο: στο ότι ότι το κράτος δεν διαθέτει πλέον αρκετούς πόρους για επιδοτήσεις. Γι’ αυτό έχει περιοριστεί το εύρος των επιλέξιμων σχεδίων και έχει δοθεί έμφαση σε ορισμένες μικρές φοροαπαλλαγές και δεσμεύσεις για σταθερότητα της φορολογίας. Το να υπόσχεται, όμως, το κράτος ότι θα διατηρήσει σταθερό το ισχύον σήμερα φορολογικό πλαίσιο, δεν είναι κίνητρο αλλά συναγερμός εξόδου από τη χώρα για τους επενδυτές. Ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει ανέβει πλέον στο 29% όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται κατά μέσο όρο στο 20%, ενώ σε γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κύπρος δεν ξεπερνά το 15%.
Οι χώρες που εφαρμόζουν αναπτυξιακούς νόμους, θέτουν στο επίκεντρό τους την παροχή γενναίων φοροαπαλλαγών, ανάλογα με τον κλάδο. Ενδεικτικά, στο Ισραήλ παρέχεται για σημαντικές επενδύσεις μειωμένος φορολογικός συντελεστής 9% αντί για 25%, ενώ για μεγάλες εταιρείες που επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη, ο συντελεστής μειώνεται στο 5%. Φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση επενδύσεων παρέχουν και μια σειρά από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία κ.ά.
Η εξασφάλιση ενός σταθερού και ταυτόχρονα ευνοϊκού φορολογικού και διοικητικού πλαισίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο νέος επενδυτικός νόμος. Δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια για χαμένους πόρους και ευκαιρίες.
*Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του ΕΒΕΑ