Τεκμηριωμένες προτάσεις για την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 50 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, διατυπώνει μελέτη που εκπόνησε η εταιρεία McKinsey & Company με πρωτοβουλία του ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Ελληνική Ενωση Τραπεζών και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» μέρος της οποίας προδημοσιεύουν «ΤΑ ΝΕΑ» θα παρουσιαστεί μεθαύριο Δευτέρα σε ειδική εκδήλωση στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Δασκαλόπουλο, η πρόταση της McKinsey & Co «συνιστά ένα πλάνο δράσης εθνική πνοής και καλύπτει ένα κενό της αναπτυξιακής μας πολιτικής».
Συλλέγοντας για διάστημα δύο ετών στοιχεία από πλήθος πηγών και φορέων και σε στενή συνεργασία με τα υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ενέργειας και Πολιτισμού και Τουρισμού, η McKinsey & Co συνέταξε έκθεση που ξεπερνά τις 500 σελίδες και στην οποία εμπεριέχονται πρακτικές προδιαγραφές για μία «αναπτυξιακή αναγέννηση» της Ελλάδας.
Η μελέτη που περιλαμβάνει πάνω από 100 συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις για την ανάπτυξη, εξετάζει όλους τους κλάδους της οικονομίας και αναδεικνύει εκείνους που στις δύο επόμενες πενταετίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και τις περισσότερες θέσεις εργασίας.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα παραγωγής και χαμηλής συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και πως τα πραγματικά διαρθρωτικά ελλείμματα της χώρας είναι οι χαμηλές αποδόσεις και η χαμηλή παραγωγή σε σχέση με τη συνεισφορά των εργαζομένων. Αρνητική διαπίστωση της μελέτης είναι ότι κανένα υπουργείο δεν είχε να επιδείξει αναπτυξιακό σχέδιο σε ορίζοντα τριετίας ή πενταετίας.
Η McKinsey θεωρεί πως για να αναταχθεί άμεσα η οικονομία πρέπει να εκλείψουν το γραφειοκρατικό σύστημα θεσμών, η δύσκαμπτη αγορά εργασίας, το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου τομέα, το βραδυκίνητο δικαστικό σύστημα και η μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
Ο διεθνούς κύρους μελετητικός οργανισμός McKinsey & Co αποδεικνύει πως με την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, το άνοιγμα επαγγελμάτων και υπηρεσιών, τη διαμόρφωση ειδικών φορολογικών καθεστώτων και τη χορήγηση κινήτρων σε συγκεκριμένους παραγωγικούς κλάδους, η Ελλάδα μπορεί τη δεκαετία 2011-2020 να πετύχει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3%, διπλάσιο από αυτόν που θεωρείται εφικτός σήμερα. Μπορεί δε σε βάθος δεκαετίας να δημιουργηθεί ακαθάριστη προστιθέμενη αξία 50 δισ. ευρώ! Μάλιστα, τα 25 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να προστεθούν στο ετήσιο ΑΕΠ μόνο από 5 βασικούς κλάδους της οικονομίας εντός των επομένων 5 ετών.
Αυτό δείχνει πως η διεθνής εταιρεία θεωρεί αναστρέψιμη την υφεσιακή κατάσταση που βιώνει η χώρα και υπό την προοπτική – προϋπόθεση της ανάπτυξης περιγράφει ως διαχειρίσιμο το μέγεθος του χρέους.
Σε επίπεδο απασχόλησης οι αναλυτές της McKinsey & Co θεωρούν πως με την καθιέρωση ευέλικτων όρων εργασίας σε συνδυασμό με παραγωγικές επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, της βιομηχανίας, του λιανεμπορίου και της γεωργίας μπορούν να δημιουργηθούν περισσότερες από 500.000 νέες θέσεις εργασίας.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση, η βιομηχανία καλύπτει το 8% της παραγωγής και το 11% της απασχόλησης και μπορεί να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς βασισμένη στη ζήτηση των άλλων κλάδων παραγωγής.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τα 18 δισ. ευρώ που είναι η πρόσθετη παραγωγή που μπορεί να προκύψει από τον τουριστικό τομέα, σχεδόν τα 3 δισ. ευρώ. αφορούν τη βιομηχανία (ελαφρά και βαριά).
Επίσης, η μελέτη εντοπίζει οκτώ κλάδους που θεωρούνται ως αναδυόμενοι και έχουν τη δυνατότητα να καταγράψουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον, μεταξύ των οποίων οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι υδατοκαλλιέργειες κ.ά.
Ειδικά στο σκέλος της απασχόλησης, στη μελέτη αναφέρεται πως μόλις δύο στους τρεις Ελληνες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Προκειμένου να καλυφθεί αυτό το κενό, όσοι έχουν εργασία εργάζονται πολύ περισσότερες ώρες από τον μέσο όρο στην ΕΕ ή και τον ΟΟΣΑ.
Στο πλαίσιο αυτό η McKinsey προτείνει τη χορήγηση ελκυστικών επιλογών μερικής απασχόλησης και κίνητρα ώστε μητέρες και νέοι σε ηλικία εργαζόμενοι να μετέχουν απρόσκοπτα στην παραγωγική διαδικασία.