Η διάρκεια του στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο, το επιτόκιο και η ισοτιμία, είναι οι τρεις παράγοντες που προτείνει ο Συνήγορος του Καταναλωτή προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, την Τράπεζα της Ελλάδος και το υπουργείο Οικονομίας, να συνυπολογίζονται, για να υπάρξει συμβιβαστική λύση μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών, για να αντιμετωπιστεί η ζημία που υπέστησαν οι δεύτεροι με υπαιτιότητα των τραπεζών που δεν ενημέρωσαν για τους σχετικούς κινδύνους του προϊόντος.
Η πρόταση της Αρχής αφορά ουσιαστικά στις περιπτώσεις όπου υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής, έστω και σχετική, αλλά δεν είχε εκπληρωθεί η υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης από την τράπεζα σχετικά με τις επιπτώσεις από τις μεταβολές του ελβετικού φράγκου και τις τεχνικές κάλυψης του κινδύνου.
Υπενθυμίζεται ότι από το 2002 έως τα τέλη του 2007 η νομισματική ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου κυμαινόταν με μικρό εύρος και αυξητική τάση που ήταν θετική για τους δανειολήπτες. Από το 2008 έως τις αρχές του 2010, υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες διακυμάνσεις, χωρίς, όμως, τελικά να ανατραπεί η σχετική σταθερότητα της ισοτιμίας. Η πορεία της ισοτιμίας ήταν έντονα καθοδική από το 2010 έως τις αρχές του 2012, οπότε και με παρεμβάσεις τις κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας σταθεροποιήθηκε στο 1Euro/1,2 CHF. Η ποσοστιαία μεταβολή από το 2009 έως το 2012 ήταν περίπου 30%. Αρχές του 2015 η ελβετική κεντρική τράπεζα αναθεώρησε την πολιτική σταθερότητας της ισοτιμίας, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του ελβετικού φράγκου στα επίπεδα του 1Euro/1,05CHF.
Όπως σημειώνει ο Συνήγορος, οι καταναλωτές επιβαρύνθηκαν από τη συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από τα χαμηλά επιτόκια, δεδομένου ότι τα δάνεια ήταν μακροπρόθεσμα και ο λόγος τόκων προς δόση είναι υψηλός για την επίμαχη αρχική περίοδο των δανείων. Επίσης, ανάλογα με την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, οι καταναλωτές μπορεί για κάποιο χρονικό διάστημα να ευνοήθηκαν από τη μεταβολή της ισοτιμίας (σε περιπτώσεις ισχυροποίησης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου). Το υπόλοιπο εκάστου δανείου σήμερα σε ευρώ δεν αποτελεί πραγματική ζημιά, αλλά λογιστική, δεδομένου ότι η αποπληρωμή του θα γίνει στο μέλλον, χωρίς να γνωρίζουμε τις μελλοντικές ισοτιμίες με βάση τις οποίες θα γίνουν οι πραγματικές καταβολές, ενώ, παράλληλα, δεν είναι απαιτητό σήμερα στο σύνολό του.
Οι τρεις παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για τη διαμόρφωση της πρότασης της Αρχής, με σκοπό τη διευθέτηση των υπό εξέταση υποθέσεων, είναι ο χρόνος αποπληρωμής, το επιτόκιο και η ισοτιμία μετατροπής.
Συγκεκριμένα:
Αναφορικά με το χρόνο, παρατηρείται ότι τα περισσότερα δάνεια ήταν ιδιαίτερα μακροπρόθεσμα και δεδομένου ότι δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη χορήγησή τους, η επέκτασή τους, χωρίς να τεθούν θέματα φυσικών περιορισμών (ηλικία δανειολήπτη), είναι δυνατή, αλλά περιορισμένη. Το επιτόκιο, επίσης, των δανείων είναι ιδιαίτερα χαμηλό – σήμερα, μάλιστα, το επιτόκιο βάσης είναι αρνητικό – οπότε οι όποιες παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν στο spread της τράπεζας. Το γεγονός ότι τα δάνεια έχουν καταστεί άτοκα είναι και ο λόγος που τα δάνεια πρέπει να παραμείνουν σε ελβετικό φράγκο. Η μετατροπή των δανείων στην παρούσα στιγμή με την αρχική ισοτιμία θα μετέτρεπε τη λογιστική ζημία των καταναλωτών (υπόλοιπο δανείου σε ευρώ) σε πραγματική ζημία των τραπεζών, που, λόγω, όμως, του μεγέθους της θα χρειάζονταν επιπλέον χρηματοδότηση από την Πολιτεία, ενώ τα επιτόκια θα αυξάνονταν για τους καταναλωτές, δεδομένου ότι πλέον τα δάνεια θα μετατρέπονταν σε ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, με σκοπό τη συμβιβαστική επίλυση ενός ιδιαίτερα σύνθετου προβλήματος της ελληνικής κοινωνίας, ο Συνήγορος του Καταναλωτή προτείνει:
Για το παρελθόν, υπολογίζεται η πιθανή ζημία του καταναλωτή, συγκρίνοντας τις καταβολές που έχει κάνει έναντι του δανείου σε ελβετικό φράγκο με αυτές που θα είχε κάνει, αν είχε λάβει δάνειο σε ευρώ με το αντίστοιχο επιτόκιο που είχαν τα δάνεια σε ευρώ κατά τη σύναψη της σύμβασης. Το εκάστοτε επιτόκιο σε ευρώ θα λαμβάνεται από τα στατιστικά δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος. Για τα δάνεια που η αρχική σύμβαση ήταν σε ευρώ και μετατράπηκαν με τροποποίηση της σύμβασης σε ελβετικό φράγκο θα λαμβάνεται υπόψη το επιτόκιο σε ευρώ της αρχικής σύμβασης. Εφόσον προκύπτει ζημία, το ισόποσο αυτής σε ελβετικό φράγκο θα αφαιρείται από το δάνειο.
Το επίμαχο δάνειο θα παραμένει, ως έχει, βάσει της υπάρχουσας σύμβασης σε ελβετικό φράγκο, με τη δόση και το αντίστοιχο επιτόκιο σε ελβετικό φράγκο, όμως, η πληρωμή της δόσης σε ευρώ θα διαχωρίζεται σε δυο μέρη. Ο καταναλωτής θα πληρώνει με σταθερή ισοτιμία 1ευρώ/1,40CHF και η διαφορά που προκύπτει από την πραγματική ισοτιμία θα καλύπτεται από την τράπεζα έως τη λήξη του δανείου. Η πρόταση αυτή αφορά, βεβαίως, στην περίπτωση που η πραγματική ισοτιμία δεν ξεπερνάει το 1ευρώ/1,40 CHF.
Τα πλεονεκτήματα της σχετικής ρύθμισης, όπως σημειώνει η Αρχή, είναι ότι: Λόγω των μηδενικών επιτοκίων σε ελβετικό φράγκο, ο δανειολήπτης αποπληρώνει μόνο κεφάλαιο. Πλέον έχει συγκεκριμένη κλειστή ισοτιμία, οπότε αποφεύγει μελλοντικές μεταβολές και μπορεί να κάνει πιο εύκολα τον οικονομικό του προγραμματισμό. Διατηρεί την ευελιξία, αν επανέλθει η ισοτιμία στο μέλλον σε επιθυμητά επίπεδα, να μετατρέψει το υπόλοιπο του δανείου του σε ευρώ. Αποφεύγει πολυετείς και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες.
Σε ό,τι αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα:
α) Τα δάνεια παραμένουν ενήμερα, χωρίς να απαιτούνται επιπλέον κεφαλαιακές προβλέψεις.
β) Οι όποιες ζημιές είναι σταδιακές, σε βάθος πολλών ετών και εξαρτώνται από την πορεία του ελβετικού φράγκου.
γ) Αξιοποιώντας την τεχνογνωσία τους, μπορούν να προβούν στις αντίστοιχες κινήσεις στην αγορά συναλλάγματος ή παραγώγων, ώστε να μειώσουν περαιτέρω τη ζημία τους.
δ) Μπορούν να ασφαλιστούν έναντι περαιτέρω ενίσχυσης του ελβετικού φράγκου.
ε) Επιλύουν ένα πρόβλημα πελάτη τους, που δημιούργησε η πλημμελής προσυμβατική ενημέρωση και αποφεύγουν πολυετείς και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες.
Η παραπάνω πρόταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή εκτιμάται ότι μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών στις υποθέσεις με το αντικείμενο αυτό, αλλά και για τη συνολικότερη διαχείριση των συναφών εκκρεμών υποθέσεων από τους εμπλεκόμενους φορείς κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους.
Παράδειγμα
Διευκρινίζει η Αρχή ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο λειτουργούν, όπως και τα υπόλοιπα δάνεια. Ο δανειολήπτης μπορεί να καταβάλει το ποσό της δόσης του σε ελβετικό φράγκο είτε την αντιστοιχία σε ευρώ. Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών δεν έχουν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο αναγκαστικά πρέπει να καταβάλουν την αντιστοιχία σε ευρώ. Η ζημία του δανειολήπτη προκύπτει, συνεπώς, από την αύξηση της δόσης του σε ευρώ για την παροχή στην τράπεζα του ποσού της δόσης σε ελβετικό φράγκο. Παράδειγμα: Η δόση για ένα στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο καθορίζεται σε 700CHF. Ο καταναλωτής πρέπει να καταβάλει στην τράπεζα 700CHF ή την αντιστοιχία τους σε ευρώ. Αρχικά, η ισοτιμία ήταν 1ευρώ/1,5 CHF και 700 CHF αντιστοιχούσαν σε 466,6 ευρώ ενώ, με την διολίσθηση του ευρώ, διαμορφώθηκε σε 1ευρώ/1,07 CHF με αποτέλεσμα η δόση του να γίνει 654,2 ευρώ δηλαδή να αυξηθεί κατά ποσοστό 40% περίπου. Αν ο καταναλωτής είχε κάποιο εισόδημα σε ελβετικό φράγκο (π.χ. σύνταξη, ενοίκιο) δεν θα είχε καμία ζημία. Η ζημία των καταναλωτών σήμερα είναι τα επιπλέον ποσά που πληρώνουν, λόγω της μεταβολής της ισοτιμίας. Από την άλλη μεριά, τα επιτόκια των συγκεκριμένων δανείων είναι σχεδόν μηδενικά και η όποια καταβολή ουσιαστικά αυτούσια απομειώνει το κεφάλαιο του δανείου.