Το πρόγραμμα σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας έχει σχεδιαστεί με βάση το δεδομένο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους.
Αυτό ίσχυε όταν ξεκίνησε πριν ένα χρόνο, αυτό ισχύει και σήμερα, τόνισε ο διευθυντής του τμήματος νομισματικής πολιτικής και κεφαλαιαγορών του ΔΝΤ, Χοζέ Βινιάλς, ο οποίος σημείωσε ότι δεν χρειάζεται να προχωρά κανείς σε εικασίες για το τί θα μπορούσε να συμβεί, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι να εφαρμοσθεί απαρέγκλιτα το πρόγραμμα όπως έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε να μην χρειαστεί να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο ζήτημα.
Οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι τα χρέη θα εξυπηρετηθούν και αυτό θα συμβεί εάν οι εμπλεκόμενες χώρες (Ελλάδα και Ιρλανδία) κάνουν αυτά που πρέπει και η ΕΕ προχωρήσει σε μια συνολική μεταρρύθμιση ώστε να αποφευχθούν άλλες δύσκολες επιλογές, συμπλήρωσε ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Ταμείου, ενώ κληθείς να εξηγήσει γιατί μετά την πάροδο ενός έτους από την έναρξη του προγράμματος για την Ελλάδα τα spread παραμένουν υψηλά, απάντησε ότι από τη στιγμή που μια χώρα χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών, δεν μπορεί να την επανακτήσει άμεσα, και σημείωσε πως για να συμβεί αυτό χρειάζεται χρόνος και η χώρα οφείλει στην πορεία να επιδείξει την αναγκαία αποφασιστικότητα.
Ο κ. Βινιάλς παρουσίασε την έκθεση του ΔΝΤ για τις εξελίξεις στους τομείς της νομισματικής πολιτικής και των κεφαλαιαγορών, στην οποία σημειώνεται ότι όλες σχεδόν οι τράπεζες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας έχουν χάσει την αποτελεσματική πρόσβασή τους στις αγορές χρηματοδότησης, ενώ οι ελληνικές και οι ιρλανδικές είναι αυτές που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις. Ως αποτέλεσμα της αρνητικής αυτής εξέλιξης, τονίζεται ότι όλες προσβλέπουν στην ΕΚΤ και επισημαίνεται ότι η στήριξη της ΕΚΤ προσωρινά τις διασφαλίζει μερικώς από αυξημένα κόστη ρευστότητας. Σημειώνεται, επίσης, ότι καθώς σταδιακά ξένοι επενδυτές περιορίζουν την έκθεσή τους σε ομόλογα χωρών με μεγάλα spread, η πρόκληση της απορρόφησης των χρεών πέφτει κυρίως στις τράπεζες των χωρών αυτών.
Η έκθεση τονίζει ότι για να επανέλθει η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να αυξηθεί η ποσότητα και να βελτιωθεί η ποιότητα των κεφαλαίων τους. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Βινιάλς σημείωσε ότι τα στρες τεστ των ευρωπαϊκών τραπεζών που θα γίνουν τον Ιούνιο προσφέρουν μια σημαντική ευκαιρία να καταγραφεί η υγεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αλλά υπογράμμισε ότι για να είναι αυτά αξιόπιστα και τελικά αποτελεσματικά, θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρά.
Η έκθεση χαιρετίζει την προώθηση του συμφώνου για το ευρώ, αλλά σημειώνει ότι η ΕΕ θα πρέπει στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου να υιοθετήσει ένα φιλόδοξο και αποφασιστικό σχέδιο δράσης ώστε να αποδειχθεί η πρωτοβουλία αυτή αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της κρίσης.