Κατά 40 δισ. ευρώ περίπου μειώθηκαν οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή 14% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, σημειώνοντας μαζί με την Ιρλανδία τις μεγαλύτερες απώλειες καταθέσεων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Στην μελέτη αναφέρεται ότι η μείωση των καταθέσεων αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 με σημαντικά ηπιότερο ρυθμό, ενώ εκτιμάται ότι οι καταθέσεις θα επανακάμψουν σταδιακά προς τη μακροπρόθεσμη τάση τους από τα τέλη του 2012.
Πιο συγκεκριμένα, από τα περίπου 40 δισ. ευρώ μείωσης των καταθέσεων στην Ελλάδα κατά το 2010, τα 34 δισ. ευρώ εξέρευσαν την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου του 2010, ενώ οι πιέσεις αμβλύνθηκαν σημαντικά με την έναρξη εφαρμογής του Προγράμματος Σταθεροποίησης. Συγκεκριμένα, οι βασικοί συντελεστές της σημαντικής συρρίκνωσης της εγχώριας καταθετικής βάσης μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες, σε αυτούς που η επίπτωση τους είναι κατά το πλείστον άμεσα μετρήσιμη (π.χ. εκροή καταθέσεων στο εξωτερικό) και σε παράγοντες οι οποίοι δε μπορούν να μετρηθούν άμεσα αλλά να εκτιμηθούν μέσω των παρατηρούμενων τάσεων σε άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές. Αυτή η δεύτερη κατηγορία παραγόντων σχετίζεται μεταξύ άλλων με την αποταμιευτική, συναλλακτική συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα καθώς και με τη διάθεσή του να παρακράτα αυξημένο επίπεδο ρευστότητας εκτός τραπεζικού συστήματος (λ.χ. λόγω αυξημένης αβεβαιότητας).
Οι υψηλές εκροές καταθέσεων προς το εξωτερικό κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2010 αποτέλεσαν την κύρια αιτία μείωσης της εγχώριας καταθετικής βάσης.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, αναφορικά με την πρώτη δέσμη παραγόντων με άμεση επίδραση στο απόθεμα τραπεζικών καταθέσεων κατά το 2010 μπορούν αναφερθούν οι ακόλουθοι:
– Εκροή 10,2 δισ.ευρώ καταθέσεων μη-κατοίκων στο εξωτερικό. Η τάση αυτή ξεκίνησε από το 2009 οπότε σημειώθηκαν ήδη εκροές περίπου 10 δισ.ευρώ και οξύνθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2010 οπότε περίπου 10.3 δισ.ευρώ εξέρευσαν από τη χώρα υπό το βάρος της έντονης αβεβαιότητας και της διασποράς εξαιρετικά δυσμενών φημών για τη χώρα. Η τάση αυτή ανεκόπη με την έναρξη εφαρμογής του μνημονίου με τις συνολικές εκροές της περιόδου Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2010 να μην υπερβαίνουν το 1 δισ.ευρώ.
Οκτώ 8 δισ. ευρώ καταθέσεων κατοίκων εκτιμάται ότι κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό, με κύριους προορισμούς Ηνωμένο Βασίλειο και Κύπρο, με τα 2/3 της εκροής να λαμβάνει χώρα στο πρώτο εξάμηνο του 2010.
Περίπου 3,5 δισ. ευρώ ιδιωτών φαίνεται ότι τοποθετήθηκαν σε άλλα περιουσιακά στοιχεία όπως έντοκα γραμμάτια και χρυσό, σημαντική όμως ήταν και η επίδραση του «χρηματοδοτικού ανοίγματος» του ιδιωτικού τομέα
Τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρέθηκαν από τις αρχές του 2009 — και για πρώτη φορά μετά την είσοδό της χώρας στην ΟΝΕ – σε κατάσταση χρηματοδοτικού ελλείμματος καθώς το διαθέσιμο εισόδημα και ο δανεισμός τους δε μπορούσαν να καλύψουν τις καταναλωτικές και επενδυτικές τους δαπάνες καθώς και τις ανάγκες αποπληρωμής του χρέους τους. Ως εκ τούτου αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τμήμα του αποθέματος του χρηματοπιστωτικού πλούτου τους, το οποίο αποτελείται ως επί το πλείστον από τραπεζικές καταθέσεις για κάλυψη της τρέχουσας δαπάνης τους. Για παράδειγμα, η ιδιωτική κατανάλωση σε ονομαστικούς όρους μειώθηκε με ρυθμό περίπου 1,2%, σε ετήσια βάση, όταν το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 7% περίπου, αντανακλώντας χρήση του χρηματοπιστωτικού πλούτου για εξομάλυνση της κατανάλωσης. Παράλληλα τα νοικοκυριά χρηματοδότησαν μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων σε ακίνητα – οι οποίες ήταν ομολογουμένως σημαντικά μειωμένες — με ίδιους πόρους, εξαιτίας της ακόμη μεγαλύτερης συρρίκνωσης της στεγαστικής πίστης. Παρομοίως, οι επιχειρήσεις εξαιτίας της μειωμένης κερδοφορίας και του περιορισμού των πιστώσεων αναγκάστηκαν και αυτές να προσφύγουν στα καταθετικά τους διαθέσιμα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τρέχουσες ανάγκες καθώς και την επενδυτική τους δαπάνη.
Το αρνητικό χρηματοδοτικό άνοιγμα του ιδιωτικού τομέα εκτιμάται ότι ανήλθε σε 13 δισ. ευρώ το 2010 ερμηνεύοντας το 62% της μείωσης των καταθέσεων κατοίκων εκτός των εκροών καταθέσεων κατοίκων στο εξωτερικό. Το υπόλοιπο – αφαιρώντας τις εκροές καταθέσεων κατοίκων στο εξωτερικό – ερμηνεύεται από την παρακράτηση μετρητών (περίπου 4,5 δισ. ευρώ) λόγω αυξημένης αβεβαιότητας αλλά και για συναλλακτικούς σκοπούς εξαιτίας του περιορισμού των βραχυπρόθεσμων πιστώσεων.
Στην μελέτη αναφέρεται ότι η μείωση των καταθέσεων αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 με σημαντικά ηπιότερο ρυθμό συγκριτικά με το 2010, με την εξυπηρέτηση των δαπανών του ιδιωτικού τομέα να ερμηνεύει περίπου 16 δισ. ευρώ από μια συνολική εκτιμώμενη μείωση των καταθέσεων της τάξης των 19 δισ. ευρώ. Αντιθέτως οι εκροές καταθέσεων μη κατοίκων αναμένεται να είναι μικρές καθώς το επίπεδό τους έχει σχεδόν επανέλθει στο μακροχρόνιο μέσο όρο του 8% του ΑΕΠ. Θετικότερη εξέλιξη θα μπορούσε να προέλθει ως αποτέλεσμα μιας ταχύτερης, από το αναμενόμενο, βελτίωσης της ψυχολογίας του ιδιωτικού τομέα εξαιτίας μιας υπεραπόδοσης στην υλοποίηση των στόχων του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης ή μιας πιο αποφασιστικής θεσμικής αντίδρασης σε επίπεδο ΕΕ και ΕΚΤ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις απορρέουν από μια συνάρτηση ισορροπίας των εγχώριων καταθέσεων υπό τις ακόλουθες υποθέσεις:
i) ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα επανέλθει σε θετικό έδαφος από τις αρχές του 2012 (σύμφωνα με το βασικό σενάριο του προγράμματος σταθεροποίησης),
ii) το ποσοστό αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα θα επανακάμψει σταδιακά προς τον μεσοπρόθεσμο μέσο του όρο του 8% (από ένα τρέχον εκτιμώμενο επίπεδο του 2%), και
iii) ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης είναι περίπου ανάλογος με το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, αναμένεται ότι ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων θα διαμορφωθεί στο 5% σε ετήσια βάση το 2012 και θα επιταχυνθεί περαιτέρω μετά το 2013 καταγράφοντας ετήσιες αυξήσεις της τάξης των 13 δισ.ευρώ (ή περίπου 6% σε ετήσια βάση).
Γενικότερα, η μείωση αυτή στις καταθέσεις έρχεται να επιτείνει τις πιέσεις στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος από την εξαιρετικά δυσχερή πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε δανεισμό από την αγορά (τόσο τη διατραπεζική, ακόμη και έναντι εγγυήσεων, όσο και αυτήν μεγαλύτερης διάρκειας) από τις αρχές, ήδη, του δεύτερου τριμήνου του 2010 ταυτόχρονα με την κλιμάκωση των πιέσεων στο κρατικό χρέος. Παράλληλα η άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ έναντι ενεχυρίασης χρεογράφων (σημαντικό τμήμα των οποίων είναι κρατικά ομόλογα) γίνεται πλέον με μέση έκπτωση υψηλότερη από 35% της αξίας τους (εξαιτίας των σωρευτικών υποβαθμίσεων των ελληνικών χρεογράφων και της εφαρμογής από την ΕΚΤ αυστηρότερων συντελεστών αποτίμησης των παρεχόμενων εγγυήσεων στους μηχανισμούς αναχρηματοδότησης).
Η χορηγούμενη από την ΕΚΤ επιπλέον ρευστότητα έναντι ενός συνολικού ποσού κρατικών εγγυήσεων της τάξης των 60 περίπου δισ., κατάφερε να εξισορροπήσει τις πιέσεις αποτρέποντας μια βεβιασμένη συρρίκνωση του τραπεζικού ενεργητικού (συμπεριλαμβανόμενης της πίεσης για απότομη απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα). Εξαιτίας όμως της έκτακτης φύσης αυτού του δανεισμού καθώς και άλλων χαρακτηριστικών της (π.χ. μειούμενη μέση χρονική διάρκεια), και των πιέσεων της οικονομικής συγκυρίας (αυστηρότερη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου, αυξημένες προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων και μειωμένη δανειακή ζήτηση) αυτή η μορφή άντλησης ρευστότητας δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την ομαλοποίηση της λειτουργίας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η σταθεροποίηση των “οργανικών” πηγών ρευστότητας, με προεξέχουσα τη σταθεροποίηση και σταδιακή ανάκαμψη της καταθετικής βάσης, είναι άρρηκτα συνδεμένα με την ομαλοποίηση του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος. Η βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και η επάνοδος της εμπιστοσύνης προς αυτήν συνιστούν ασφαλώς τους καταλύτες για τη βελτίωση των συνθηκών και τη δημιουργία ενός ενάρετου χρηματοπιστωτικού κύκλου που να υποστηρίζει την οικονομική ανάκαμψη και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Στη διάρκεια όμως της πορείας επανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης είναι απαραίτητη η διασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας για το τραπεζικό σύστημα ώστε να είναι συμβατή με ένα σενάριο ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση επιχειρεί να προσδιορίσει τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση των καταθέσεων και να εκτιμήσει τη μεσοπρόθεσμη τάση τους. Διαπιστώνεται ότι η εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό ήταν η βασική συνιστώσα της σημαντικής μείωσης των καταθέσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010 (85% του συνόλου), ενώ η ανάγκη χρηματοδότησης τρεχουσών αναγκών του ιδιωτικού τομέα και η παρακράτηση μετρητών ήταν οι κύριοι ερμηνευτικοί παράγοντες κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2010 (οπότε οι απώλειες ήταν σημαντικά μικρότερες αντιστοιχώντας σε 15% του συνόλου).
Οι πιέσεις που ασκούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να είναι αισθητές και το 2011 οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση των καταθέσεων (κατά περίπου 8%), ενώ η εξάλειψη της επίδρασης από τους δυσμενείς βραχυπροθέσμους παράγοντες αναμένεται να οδηγήσει τις εγχώριες καταθέσεις σε μια διατηρήσιμη ανοδική τροχιά από το 2012 η οποία θα υπερβαίνει τον ονομαστικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή θα επιτρέψει την ταχύτερη απεξάρτηση από την ΕΚΤ και την πιο άνετη ανταπόκριση στην προσδοκώμενη επανάκαμψη της ζήτησης πιστώσεων από τον ιδιωτικό τομέα.
Οι τραπεζικές καταθέσεις ανήλθαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τα προηγούμενα χρόνια
Οι καταθέσεις κατοίκων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα σημείωσαν άνοδο της τάξης των 132 δισ.ευρώ ή 24 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μεταξύ του 2000 και του 2009, έναντι αύξησης 15 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ στην ευρωζώνη. Η ανοδική αυτή τάση αντανακλά κυρίως την αύξηση κατά 85 δισ.ευρώ των προθεσμιακών καταθέσεων (από 28% σε 60% του ΑΕΠ). Οι καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου — η ζήτηση των οποίων εξυπηρετεί κυρίως συναλλακτικούς σκοπούς — αυξήθηκαν κατά 47 δισ.ευρώ αλλά παρέμειναν, σχεδόν σταθερές ως ποσοστό του ΑΕΠ (στο 40 % κατά μέσο όρο). Εντούτοις, οι τραπεζικές καταθέσεις συνολικά στην Ελλάδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) δεν ήταν υψηλότερες από το μέσο επίπεδο της ευρωζώνης το 2009, με την αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία να αντανακλά κυρίως την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα, η αύξηση των καταθέσεων μεταξύ 2000 και 2009 εξηγείται από τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΟΝΕ (συμπεριλαμβανομένης και της σημαντικής αύξησης της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης), οι οποίοι συνοδεύονταν, μεταξύ άλλων, από την ταχεία άνοδο του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της εταιρικής κερδοφορίας, τα οποία συνετέλεσαν στην αύξηση του χρηματοπιστωτικού πλούτου της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα οι ανταγωνιστικές αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων συγκριτικά με άλλες παραδοσιακές επιλογές των ελλήνων αποταμιευτών (όπως τα έντοκα γραμμάτια) και η σχετική διστακτικότητα των ελλήνων αποταμιευτών απέναντι σε εναλλακτικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα (όπως τα αμοιβαία κεφάλαια) και οι επενδύσεις στη κεφαλαιαγορά ευνόησαν τη συσσώρευση προθεσμιακών καταθέσεων.
Οι καταθέσεις μη κατοίκων εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 40 δισ.ευρώ ή 14% του ΑΕΠ μεταξύ του 2003 και του 2009, γεγονός που αντανακλά τη συνεισφορά διάφορων ευνοϊκών παραγόντων. Πρέπει να αναφερθεί ότι η συνεισφορά των καταθέσεων μη-κατοίκων ήταν υψηλότερη συγκριτικά με άλλες χώρες της ευρωζώνης (ανήλθε στο 20% του ΑΕΠ το 2008).
Η αύξηση των καταθέσεων μη κατοίκων δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από τη ραγδαία αύξηση της κερδοφορίας της ποντοπόρου ναυτιλίας μετά το 2003 — με τον ελληνικό ναυτιλιακό κλάδο να έχει ισχυρότατη υπεράκτια παρουσία — σε συνδυασμό με την εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα που προσέλκυσε σημαντικά κεφάλαια ελλήνων εφοπλιστών με έδρα το εξωτερικό. Ο εκσυγχρονισμός της εταιρικής διάρθρωσης στην Ελλάδα με την σταδιακή ανάπτυξη πολυεθνικών δομών με χρηματοδοτικές διασυνδέσεις με ξένες επιχειρήσεις σε συνδυασμό με τη δραστηριοποίηση μεγάλων εταιριών από το εξωτερικό στη χώρα μας (κυρίως στους κλάδους κατασκευών και λιανικού εμπορίου) και η αύξηση του αριθμού των υπεράκτιων εταιριών (που εκτιμάται ότι τετραπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία) επίσης συνέτειναν στην αύξηση αυτής της κατηγορίας καταθέσεων .
Η ραγδαία ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης αποτέλεσε όμως βασική κινητήρια δύναμη της αυξητικής πορείας των καταθέσεων. Βασικός ερμηνευτικός παράγοντας της εντυπωσιακής αύξησης των εγχώριων καταθέσεων φαίνεται να είναι και η ραγδαία αύξηση της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης όπως αποτυπώνεται στην αύξηση της πιστωτικής επέκτασης από 38% του ΑΕΠ σε 108% του ΑΕΠ και του λόγου δανείων προς καταθέσεις από 40% το 2000 σε 106% το 2009. Η σημαντική αύξηση του τραπεζικού δανεισμού στην ελληνική οικονομία – στα πλαίσια μιας πορείας σταδιακής σύγκλισης με το μ.ο. της ευρωζώνης — επέτρεψε στο τραπεζικό σύστημα να δημιουργεί ένα υψηλό επίπεδο καταθέσεων για κάθε ευρώ πιστωτικής επέκτασης στηρίζοντας την αύξηση της εγχώριας δαπάνης και ανατροφοδοτώντας τη ρευστότητά του. Στη διάρκεια αυτής της φάσης χρηματοπιστωτικής σύγκλισης εκτιμάται ότι σχεδόν 500 ευρώ νέων καταθέσεων αντιστοιχούσαν σε κάθε 1000 ευρώ νέων τραπεζικών χορηγήσεων. Κατά συνέπεια η σωρευτική αύξηση του υπολοίπου των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας κατά 210 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι συνετέλεσε στην αύξηση των καταθέσεων περισσότερο από 90 δισ. ευρώ ήτοι σχεδόν 70% της συνολικής αύξησης των καταθέσεων κατοίκων μεταξύ 2000 και 2009.