Η επίπτωση της Ιαπωνικής κρίσης που προήλθε από τον πρόσφατο καταστροφικό σεισμό στην παγκόσμια οικονομία θα έχει καθαρά προσωρινό χαρακτήρα σύμφωνα με γενικότερες εκτιμήσεις, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank, στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας.
Πιο συγκεκριμένα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ότι η Ιαπωνία μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά στην ανοικοδόμηση των πληγεισών περιοχών και θα προβεί σε νέες προβλέψεις για την πορεία της ιαπωνικής οικονομίας στις 11 Απριλίου στα πλαίσια της επισκόπησης για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το συνολικό κόστος του καταστρεπτικού σεισμού εκτιμάται μεταξύ 122-235 δισ. δολάρια ήτοι 4,6% του ΑΕΠ και είναι κατά πολύ υψηλότερο από το κόστος του σεισμού του Κόμπε (Ιανουάριος 1995) το οποίο είχε αγγίξει τα 100 δισ. ευρώ.
Το κόστος για τις ασφαλιστικές εταιρείες θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό, καθώς το μέγεθος της καταστροφής ενδεχομένως να ξεπεράσει κι εκείνο του τυφώνα Κατρίνα στις ΗΠΑ το 2005. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις οι καταστροφές στις πληγείσες περιοχές από το σεισμό, το τσουνάμι και τις πυρκαγιές θα κοστίσουν στις ασφαλιστικές εταιρείες περί τα 12-34,6 δισ. ευρώ.
Το μεγάλο εύρος των εκτιμήσεων αποδίδεται στη δυσκολία αποτύπωσης του μεγέθους της καταστροφής. Με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται το ΑΕΠ να μειωθεί κατά -1% έως -2% στο πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο του 2011, ποσοστό το οποίο αναμένεται να ανακτηθεί τα επόμενα τρίμηνα και έτη λόγω των επενδύσεων σε έργα υποδομής. Η περιοχή που έχει πληγεί περισσότερο (Σέντια) από το τσουνάμι δε συγκαταλέγεται στις οικονομικά ισχυρές περιοχές της χώρας. Η συνεισφορά της στο ΑΕΠ της Ιαπωνίας είναι περίπου στο 1,6% ενώ συνολικά οι περιοχές που έχουν πληγεί αποτελούν το 6% του πληθυσμού και επηρεάζουν το 5% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα είναι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως της ανοικοδόμησης. Σε μεγάλο ποσοστό θα είναι προσφυγή σε εσωτερικό δανεισμό και μέσω επιστροφής των κεφαλαίων που επενδύονται στο εξωτερικό.
Το τελευταίο σημαίνει ότι θα αυξηθεί η μεταβλητότητα των τιμών στις αγορές, καθώς οι Ιάπωνες θεσμικοί επενδυτές θα προβούν σε ρευστοποιήσεις περιουσιακών τους στοιχείων στο εξωτερικό. Αυτό αποτέλεσε την κύρια αιτία ανόδου των γιεν την περασμένη εβδομάδα σε ιστορικά υψηλά επίπεδα έναντι του δολαρίου και ανάγκασε την ομάδα του G7 να παρέμβει συντονισμένα και δυναμικά στην αγορά συναλλάγματος για να ανακόψει αυτή την ανατιμητική πορεία.
Η παρέμβαση εξασφάλισε την επιστροφή της ισοτιμίας δολαρίου-γιέν στα 82 γιέν/δολάρια, όπως πριν από την φυσική καταστροφή στην Ιαπωνία. Η ιστορία δείχνει ότι οι παρεμβάσεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα, καθώς η ενίσχυση ενός νομίσματος πρέπει να υποστηρίζεται κύρια από τα θεμελιώδη στοιχεία μιας οικονομίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι διαφορές πληθωρισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας σηματοδοτούν περαιτέρω ανατίμηση του γιέν.