Σε λιγότερο από ένα μήνα, και συγκεκριμένα από την 1η Μαρτίου, τίθεται σε εφαρμογή η υποχρεωτική χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας για τις επιχειρήσεις του τομέα του τουρισμού και της εστίασης, καλύπτοντας περίπου 1,5 εκατομμύρια εργαζομένους συνολικά. Η νέα αυτή ρύθμιση αποτελεί επέκταση του μέτρου που ήδη εφαρμόζεται σε άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας και έχει ως στόχο τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Παράλληλα, παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου του πραγματικού χρόνου εργασίας και της αμοιβής τους, ενισχύοντας τη διαφάνεια και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.

Η ψηφιακή κάρτα εργασίας αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο, καθώς οι εργαζόμενοι σε κλάδους όπως τα ξενοδοχεία, τα καταλύματα, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα camping και οι χώροι εστίασης, οι οποίοι παραδοσιακά καταγράφουν αυξημένη ζήτηση κατά την τουριστική περίοδο, θα βρίσκονται υπό αυστηρότερη εποπτεία. Το υπουργείο Εργασίας εξετάζει την απαλλαγή ή τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τις υπερωρίες που δηλώνονται μέσω της ψηφιακής κάρτας εργασίας στις εν λόγω επιχειρήσεις. Στόχος αυτής της παρέμβασης είναι η μείωση του οικονομικού βάρους των εργαζομένων και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι μισθοί και να καθίσταται πιο ελκυστική η εργασία στους συγκεκριμένους κλάδους.

Reception

Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της πολιτικής συνεπάγεται και απώλεια εσόδων για το Δημόσιο, καθώς οι υπερωρίες που δηλώνονται στην ψηφιακή κάρτα εργασίας δεν θα επιβαρύνονται με τις καθιερωμένες ασφαλιστικές εισφορές. Παρά ταύτα, εκτιμάται ότι το μέτρο θα αποφέρει θετικά αποτελέσματα στον τομέα της απασχόλησης και της εργασιακής σταθερότητας, με την αύξηση των αποδοχών και την ενίσχυση της διαφάνειας.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το σύνολο των εργαζομένων που θα ενταχθούν στο μέτρο της ψηφιακής κάρτας εργασίας αναμένεται να φτάσει τα 1,5 εκατομμύρια, με τους εργαζομένους από τις τουριστικές και επισιτιστικές επιχειρήσεις να ανέρχονται σε περίπου 750.000. Από την 1η Μαρτίου, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους τομείς θα πρέπει να εφαρμόσουν την ψηφιακή κάρτα εργασίας για τους εργαζομένους τους, σύμφωνα με το νέο κανονιστικό πλαίσιο που τίθεται σε ισχύ. Αυτό περιλαμβάνει κλάδους όπως τα ξενοδοχεία, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα camping και τις επιχειρήσεις εστίασης, οι οποίες αποτελούν πυλώνες της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας.

Ωστόσο, το μέτρο αυτό συνοδεύεται και από αυστηρές κυρώσεις για τους εργοδότες που παραβιάζουν τις προβλέψεις του. Από τον επόμενο Μάρτιο, οποιαδήποτε παράτυπη ή παραβατική συμπεριφορά από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους δύο κλάδους του τουρισμού και της εστίασης θα επιφέρει πρόστιμα που μπορούν να φτάσουν τα 10.500 ευρώ για κάθε παράβαση. Αυτές οι ποινές αποσκοπούν στην αποτροπή των παρατυπιών και στην ενίσχυση της συμμόρφωσης με τις νέες ρυθμίσεις.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το μέτρο της ψηφιακής κάρτας εργασίας εφαρμόζεται ήδη από το 2023 σε άλλους τομείς, όπως οι τράπεζες, τα μεγάλα σουπερμάρκετ, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι εταιρείες φύλαξης, οι ΔΕΚΟ και άλλοι φορείς του Δημοσίου. Η εφαρμογή της κάρτας στους παραπάνω τομείς έχει φέρει ήδη σημαντικά αποτελέσματα, με τον αριθμό των επιχειρήσεων που τηρούν την ψηφιακή κάρτα να αγγίζει τις 73.000 και τον αριθμό των εργαζομένων που επηρεάζονται να ανέρχεται σε περίπου 750.000.

Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε αυτούς τους τομείς έχει αποφέρει σημαντική αύξηση στον αριθμό των δηλωμένων υπερωριών, κάτι που αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα του μέτρου στην καταπολέμηση των αδήλωτων υπερωριών και της κατάχρησης του εργασιακού χρόνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Εργάνης», από την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, οι υπερωρίες στους τομείς που συμμετέχουν αυξήθηκαν κατά 815.509 ώρες σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, γεγονός που καταδεικνύει τη θετική επίδραση του μέτρου στην ενίσχυση της εργασιακής νομιμότητας και της διαφάνειας στον τομέα των υπερωριών.

Συνολικά, η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας σταδιακά επεκτείνεται σε περισσότερους τομείς, προσφέροντας στους εργαζομένους τη δυνατότητα να προστατεύονται πλήρως και να διασφαλίζονται τα δικαιώματά τους, ενώ παράλληλα παρέχει στις επιχειρήσεις ένα εργαλείο για τη διαχείριση του προσωπικού τους με μεγαλύτερη διαφάνεια και δικαιοσύνη.