Τα έσοδα της μουσικής βιομηχανίας αυξήθηκαν πέρυσι, ξεπερνώντας τα προ πανδημίας επίπεδα πωλήσεων του κινηματογράφου, χάρη στην άνθηση των πλατφορμών streaming και την αναγέννηση των βινυλίων.

Τα ετήσια έσοδα από πνευματικά δικαιώματα μουσικής ανήλθαν στα 45,5 δισ. δολάρια πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση κατά ένα τέταρτο σε σχέση με το 2021 και διπλασιασμό σε σχέση με το 2014, σύμφωνα με έκθεση που βασίζεται σε δεδομένα από εμπορικούς φορείς. Αντίθετα, τα έσοδα από τα ταμεία του κινηματογράφου ήταν 33,2 δισ. δολάρια πέρυσι, έναντι 41,9 δισ. δολαρίων το 2019, σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία μέσων ενημέρωσης Omdia.

«Μην κάνετε λάθος: είναι εποχή άνθησης», δήλωσε ο Will Page, συγγραφέας της έκθεσης, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της πλατφόρμας Spotify και συνεργάτης της London School of Economics, στους FT.

«Οι απώλειες του κινηματογράφου ήταν το κέρδος των streaming πλατφορμών», είπε ο ίδιος, σημειώνοντας ότι οι πλατφόρμες streaming συνήθως πληρώνουν περισσότερα για μουσική απ’ ό,τι οι κινηματογραφιστές. «Αν κάποιος υποστήριζε το 2015 ότι η μουσική θα ξεπερνούσε τον κινηματογράφο, θα είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού».

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, οι φυσικές πωλήσεις, όπως CD και βινύλιο, αυξήθηκαν ταχύτερα από τα έσοδα από streaming, με το βινύλιο ειδικότερα να σημειώνει άνοδο 15,4%. Μόνο στις ΗΠΑ, το βινύλιο θα παράγει 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως για τις δισκογραφικές εταιρείες μέχρι το τέλος του 2024 και σύντομα θα ξεπεράσει τις πωλήσεις CD, σύμφωνα με την έκθεση.

Πολλά παλαιότερα συγκροτήματα, όπως οι Oasis, έχουν επανενωθεί για να εκμεταλλευτούν την αύξηση της δημοτικότητας της live μουσικής, ενώ συγκροτήματα όπως οι Coldplay εμφανίζονται σε περισσότερες συναυλίες.

Την ίδια στιγμή πάντως, η αξία των ψηφιακών καναλιών ξεπερνά πλέον αυτήν της μετάδοσης μέσω ραδιοφώνου, σύμφωνα με την έκθεση. Πριν από μια δεκαετία, τα ψηφιακά κανάλια αντιστοιχούσαν στο 5% των εσόδων, ενώ η μετάδοση στο 50%.

Η έκθεση δείχνει επίσης τη διεθνοποίηση της μουσικής, με σχεδόν το ένα τρίτο όλων των ροών στις ΗΠΑ να προέρχεται από μη Αμερικανούς καλλιτέχνες, ενώ η Βρετανία είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας μουσικής στις ΗΠΑ.