Η κυβέρνηση προετοιμάζεται να θεσπίσει κίνητρα για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων εργασίας, με στόχο αφενός την ικανοποίηση της σχετικής κοινοτικής οδηγίας, αφετέρου την προώθηση αυξημένων αμοιβών σε κλάδους της ελληνικής οικονομίας όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν. Να υπενθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση έχει θέσει βασικό της στόχο το 2027 ο μέσος μισθός να έχει ανέβει στα 1.500 ευρώ.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, θα γίνουν μικρές βελτιώσεις στο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, χωρίς όμως να τροποποιηθεί ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού, ο οποίος θα συνεχίσει να ελέγχεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Παράλληλα, θα καταργηθούν ορισμένοι περιορισμοί ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη κλαδικών συμφωνιών. Το νέο νομοσχέδιο, που αναμένεται να ψηφιστεί το φθινόπωρο, στοχεύει στη βελτίωση των διαδικασιών διαπραγμάτευσης, οι οποίες παρέμειναν στάσιμες λόγω των περιορισμών που προέκυψαν από την οικονομική κρίση, η οποία είχε οδηγήσει στην κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων.
Η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, έχει δηλώσει ότι θα ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων, ενώ το σχέδιο νόμου θα τεθεί σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους για την εξασφάλιση ευρύτερης συναίνεσης. Παρά τις βελτιώσεις, το υπουργείο δεν δεσμεύεται για πλήρη επιστροφή στο προ του 2012 καθεστώς ούτε για την άρση όλων των περιορισμών που δυσχεραίνουν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη λειτουργία των κλαδικών συμβάσεων. Το 2023, υπεγράφησαν ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις, ενώ από τις 209 επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν, μόλις 59 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών.
Οι αλλαγές στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων συνδέονται και με την επιδίωξη της κυβέρνησης να αυξήσει τον μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ έως το 2027, όπως έχει δεσμευτεί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο υπουργείο Εργασίας. Η επίτευξη αυτού του στόχου θεωρείται δύσκολη χωρίς ενεργοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 33% την περίοδο 2016-2023, ενώ οι υψηλότεροι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι.
Οι επικείμενες αλλαγές θα συνδυαστούν με την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, που πρέπει να ολοκληρωθεί έως τον Οκτώβριο. Η οδηγία απαιτεί να καλύπτεται τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις που καθορίζουν τους μισθούς, ενώ στην Ελλάδα σήμερα το ποσοστό αυτό είναι κάτω από 30%.
Η κοινοτική οδηγία, καθώς και ο αντίστοιχος νόμος, προβλέπουν τη δυνατότητα καθορισμού των μισθών μέσω μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής ή άλλων κατάλληλων κριτηρίων. Η κυβέρνηση θα μπορεί να χρησιμοποιεί ενδεικτικούς δείκτες, όπως το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού, για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Το νέο πλαίσιο θα λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη των μέσων μισθών, την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων και την παραγωγικότητα των διαφόρων κλάδων. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι έως το 2025 ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 880-890 ευρώ, και θα φτάσει τα 950 ευρώ το 2027.
Στο πλαίσιο των αλλαγών, εξετάζεται επίσης η μείωση του απαιτούμενου ποσοστού εργοδοτικής εκπροσώπησης (51%) για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων, ώστε να καλύπτονται περισσότεροι εργαζόμενοι.