Οι επιδόσεις στην οικονομία «μάς επιτρέπουν την ταχύτερη σύγκλισή μας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ώστε να καλύψουμε γρηγορότερα το χαμένο έδαφος της κρίσης που περάσαμε την περασμένη δεκαετία, αλλά και να μειώσουμε ταχύτερα το δημόσιο χρέος». Αυτό επισημαίνει με δήλωσή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, σχολιάζοντας, συν τοις άλλοις, τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν εφεξής, με εστίαση στη μείωση των δαπανών.
Σύμφωνα με τον υπουργό, «η διαμόρφωση των νέων δημοσιονομικών κανόνων ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς, σύνθετης και δύσκολης διαπραγμάτευσης, όπου η ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε με τρόπο ενεργό και ουσιαστικό. Η πολιτική που ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια υπηρετεί τον συνδυασμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας με την κοινωνική ευαισθησία. Και αυτή η πολιτική έχει ήδη καταγράψει ένα σημαντικό πλήθος θετικών επιδόσεων. Επιδόσεις, όπως οι πενταπλάσιοι ρυθμοί ανάπτυξης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η μείωση της ανεργίας, η ενίσχυση των μισθών, η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών, και η προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων».
Και προσθέτει, λέγοντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ότι «επιδόσεις σαν αυτές μας επιτρέπουν την ταχύτερη σύγκλιση μας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ώστε να καλύψουμε γρηγορότερα το χαμένο έδαφος της κρίσης που περάσαμε την περασμένη δεκαετία, αλλά και να μειώσουμε ταχύτερα το δημόσιο χρέος. Η πολιτική μας αυτή αποδίδει και πρόκειται να συνεχιστεί καθώς υπηρετεί την διατήρηση της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής».
Σύμφωνα με πληροφορίες από οικονομικούς παράγοντες, εκτός από τα 880 εκατ. ευρώ για επιπλέον μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων των πολιτών και περαιτέρω μείωσης βαρών για το 2025, όπως αυτά προβλέφθηκαν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου, ενδέχεται, λόγω των θετικών επιδόσεων στον προϋπολογισμό, να δημιουργηθεί έως το τέλος του έτους επιπλέον δημοσιονομικός χώρος, ύψους περίπου 350 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό πρόκειται κατά κύριο λόγο να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Σημειώνεται ότι, τα επιπλέον μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων των πολιτών και περαιτέρω μείωσης βαρών για το 2025, ύψους 880 εκατ. ευρώ, αφορούν:
- Στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ.
- Στη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
- Στη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ.
- Στην αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
- Στην αύξηση των συντάξεων, η οποία με βάση το γνωστό μαθηματικό τύπο, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
- Στην αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
Σχετικά με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, όπως επισημαίνουν παράγοντες του ΥΠΕΘΟ, οι στόχοι καθαρών πρωτογενών δαπανών που εστάλησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ελλάδα με βάση το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, προβλέπουν μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση καθαρών πρωτογενών δαπανών στην περιοχή του 3% (κατά μέσο όρο) ετησίως για την περίοδο 2025- 2028. Σημειώνεται ότι, ο αντίστοιχος στόχος για το 2024 ήταν 2,6%.
Οι στόχοι επίτευξης καθαρών πρωτογενών δαπανών θα οριστικοποιηθούν μετά από τεχνικό διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα ενσωματωθούν στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό- Διαρθρωτικό Πρόγραμμα που θα κατατεθεί το φθινόπωρο από την Ελλάδα στην Κομισιόν.
Συνολικά, σχολιάζουν οι συγκεκριμένοι παράγοντες, οι παραπάνω στόχοι είναι συμβατοί με τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα έτη και αντανακλούν την σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο σύνολο των μεταβλητών εκείνων που καθορίζουν την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους: Είναι χαρακτηριστικό πως το διάστημα που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας (σ.σ. την τριετία 2021- 2023) ο λόγος χρέους ως προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση που αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, η χώρα έχει επιστρέψει σε υγιές πρωτογενές πλεόνασμα, έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μειώνοντας έτσι σημαντικά το κόστος του δημοσίου δανεισμού, και παρουσιάζει ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.