Μικρή αύξηση των αποδοχών, σε μέσο επίπεδο, προβλέπει για το 2024 η Τράπεζα της Ελλάδος στη σχετική της έκθεση. Παράλληλα, σημειώνει ότι η αύξηση των μέσων αμοιβών επιταχύνθηκε το 2023, ενώ η αύξηση των συνολικών αμοιβών των εργαζομένων ήταν περίπου η ίδια με το 2022, λόγω της επιβράδυνσης της ανόδου της συνολικής και της μισθωτής απασχόλησης. Ως αποτέλεσμα, περιορίστηκε η αύξηση της παραγωγικότητας και αυξήθηκε σημαντικά το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Σε ό,τι αφορά το τρέχον έτος, εκτιμάται από την ΤτΕ ότι οι μέσες αποδοχές θα αυξηθούν ελαφρώς περισσότερο από ό,τι το 2023. Ωστόσο, η μισθωτή απασχόληση αναμένεται να εμφανίσει αξιόλογη επιτάχυνση, η οποία θα συμπαρασύρει και τις συνολικές αμοιβές των εργαζομένων. Καθώς ο ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητας θα παραμείνει χαμηλός, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αναμένεται να εμφανίσει μικρή επιτάχυνση.
Οι προβλέψεις αυτές επιβεβαιώνονται από την εξέλιξη των σχετικών μεγεθών το πρώτο τρίμηνο του 2024, αν συγκριθούν οι ρυθμοί μεταβολής με εκείνους του πρώτου τριμήνου του 2023.
Η άνοδος των αποδοχών το 2024 επηρεάζεται τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.
Επιπλέον, χορηγήθηκε αύξηση 6,4% από την 1η Απριλίου 2024 στον κατώτατο μισθό. Ειδικότερα, στον επιχειρηματικό τομέα το τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2024 υπογράφηκαν 87 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αφορούν 57.396 μισθωτούς. Από αυτές, 31 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.
Στον τομέα της γενικής κυβέρνησης, οι δαπάνες για αμοιβές υπαλλήλων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,2% το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση που κατέγραψε τα προηγούμενα έτη, το 2023 και στις αρχές του 2024 σημείωσε υποχώρηση, κυρίως ως προς τις σχετικές τιμές καταναλωτή, υπό την κοινή για τις περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ επίδραση της μεγάλης ανατίμησης του ευρώ.
Παράλληλα, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, πρόσφατες κατατάξεις υποδηλώνουν ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται, αλλά εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής και άλλων οικονομιών της ζώνης του ευρώ επηρεάστηκε αρνητικά από την ανατίμηση του ευρώ, η οποία υπήρξε εκτεταμένη και εν μέρει τροφοδοτήθηκε από την ταχεία αύξηση των βασικών επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ και τον βαθμιαίο περιορισμό της επιτοκιακής διαφοράς έναντι των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, η ανατίμηση της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ κατά 4,3% το 2023 οδήγησε σε σημαντική ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδος, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του οφέλους στην ανταγωνιστικότητα από το χαμηλότερο επίπεδο εγχώριου πληθωρισμού έναντι του σταθμισμένου πληθωρισμού των κυριότερων εμπορικών εταίρων.
Ωστόσο, η Ελλάδα το 2023 διατήρησε το μερίδιο αγοράς της σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές, πλην των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας. Πάντως, η διατήρηση συνθηκών αυξημένης αβεβαιότητας και εντεινόμενων γεωπολιτικών κινδύνων διαμορφώνει ένα δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον για το παγκόσμιο εμπόριο και τους διαύλους θαλάσσιας μεταφοράς αγαθών, με ταυτόχρονη εξασθένηση στον ρυθμό αύξησης της διεθνούς ζήτησης.