Η διαπραγμάτευση για την εξεύρεση μίας συνολικής λύσης στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η ΕΕ και στις πιέσεις που ασκούν οι αγορές ξεκίνησε και επίσημα το τελευταίο διήμερο, με τις συνεδριάσεις των Συμβουλίων Eurogroup και Ecofin.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, στο πλαίσιο της συνολικής λύσης συζητούνται όλα τα θέματα που είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα: Από τη μείωση του επιτοκίου για τα δάνεια που δίνονται στις υπερχρεωμένες χώρες από τον Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ της Ελλάδας, για το οποίο υπάρχει ήδη πολιτική απόφαση, μέχρι τη γενικότερη ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του Ταμείου και την έκδοση ευρωομολόγων.
Αποφάσεις δεν ελήφθησαν, αλλά αναμένεται να υπάρξει κάποια συμφωνία στο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ που θα γίνει το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο, όπως φαίνεται πιθανότερο με βάση τις δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, αν η συμφωνία θα είναι αυτή τη φορά αποτελεσματική, θα μπορεί δηλαδή να αντιμετωπίσει ριζικά την κρίση χρέους και να ηρεμήσει οριστικά τους επενδυτές στις αγορές κρατικών ομολόγων.
Αν και θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πρώτα τη συμφωνία και τις αντιδράσεις που θα υπάρξουν από τις αγορές – καθώς οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν σε προηγούμενες Συνόδους Κορυφής στη διάρκεια του 2010 δεν επιβεβαιώθηκαν στην πράξη – μπορεί να αναμένει κανείς ότι αυτή τη φορά η ΕΕ θα διδαχθεί από τις αστοχίες του πρόσφατου παρελθόντος και δεν θα τις επαναλάβει.
Σε αυτό συνηγορεί και η θέση της Γερμανίας ότι θα κάνει ότι είναι αναγκαίο για να διατηρηθεί η σταθερότητα του ευρώ και η κατηγορηματική διάψευση, με σημερινή συνέντευξη της Καγκελαρίου, Άγκελα Μέρκελ στο περιοδικό Stern, κάθε σκέψης για επιστροφή στο μάρκο.
Η κυρία Μέρκελ θέτει και θέμα μεγαλύτερου συντονισμού ή ομοιόμορφων – όχι όμως ταυτόσημων – πολιτικών των χωρών της Ευρωζώνης για τις αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο τομέα, τη φορολογική και κοινωνική πολιτική καθώς και την αγορά εργασίας, περιγράφοντας τι εννοεί με τον όρο ευρωπαϊκή οικονομική Κυβέρνηση, την οποία έθεσε πρόσφατα ως επιδίωξη και η Γαλλία.
Ο μεγαλύτερος συντονισμός των πολιτικών στους παραπάνω τομείς μπορεί να είναι απαραίτητος για να περιορισθούν οι μελλοντικές κρίσεις, αλλά για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης χρέους πρέπει να υπάρξουν γενναίες αποφάσεις στα ζητήματα που βρίσκονται ήδη στο τραπέζι των συζητήσεων.
Η μείωση του επιτοκίου για τα δάνεια που χορηγεί η ΕΕ θεωρείται από την Ελλάδα και την Ιρλανδία δικαιολογημένα αναγκαία, διότι στο ύψος που έχουν καθορισθεί – περίπου 5% για την Ελλάδα και 6% για την Ιρλανδία – δεν βοηθούν τις χώρες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υψηλού χρέους και παίρνουν επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα για να το αντιμετωπίσουν.