Το νερό είναι καθοριστικός παράγοντας για τη συνεισφορά της βιοενέργειας στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μέσω του περιορισμού της εξάρτησης του κόσμου από τα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με έκθεση που παρουσίασε το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) στη 10η συνάντηση των μερών της Σύμβασης για την Βιοποικιλότητα στη Ναγκόγια, στην Ιαπωνία.
Στην έκθεση, με τίτλο «Νερό και βιοενέργεια», διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η αυξανόμενη ζήτηση νερού για παραγωγή βιοκαυσίμων σε περιοχές στις οποίες έχει ήδη παρατηρηθεί ανεπάρκεια νερού, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών πιέσεων.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει ανάγκη να μειώσουμε την εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα και να κινηθούμε προς καθαρότερες, πιο φιλικές προς το περιβάλλον επιλογές, αλλά πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι δε δημιουργούμε περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύουμε», προειδοποίησε ο εκτελεστικός διευθυντής της UNEP, Άχιμ Στάινερ.
Οι συντάκτες της έκθεσης επικαλούνται έρευνα που δείχνει ότι το 2% (44 κυβικά χιλιόμετρα) της παγκόσμιας άντλησης νερού για άρδευση χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοενέργειας.
Στην περίπτωση, ωστόσο, που υλοποιηθούν τα σημερινά πρότυπα και οι στόχοι για τη βιοενέργεια, θα χρειαστούν επιπλέον 180 κυβικά χιλιόμετρα νερού για άρδευση. Καθώς το αποτύπωμα νερού της βιοενέργειας μπορεί να αποδειχθεί έως και 400 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των παραδοσιακών ορυκτών καυσίμων, οι μεγαλύτερες προκλήσεις που προκύπτουν είναι η κάλυψη της μελλοντικής ζήτησης χωρίς να υπάρξει υπερεκμετάλλευση και συνεπακόλουθη ζημιά στους υδατικούς πόρους.
Σε δεύτερη έκθεση με τίτλο «Κέρδη ή Ζημίες: τα βιοκαύσιμα και τα ξενικά είδη», η UNEP διαπιστώνει ότι αν και πολλά από τα βιοκαύσιμα που διατίθενται σήμερα παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων που απαντώνται για αιώνες, ορισμένα από τα φυτικά είδη που εξετάζονται για τα εξελιγμένα βιοκαύσιμα είναι εν δυνάμει ξενικά είδη.
Αυτά τα ίδια τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τα εν λόγω φυτικά είδη ιδανικά για την παραγωγή βιοκαυσίμων σημαίνει ότι μπορεί να γίνουν ξενικά σε ένα δεδομένο τοπίο. Και τα ξενικά είδη μπορεί να επιφέρουν σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, στα μέσα συντήρησης των τοπικών κοινοτήτων και στις τοπικές οικονομίες.
Στην τρίτη έκθεση, με τίτλο «Περνώντας στην πράξη: εμπλέκοντας τους ενδιαφερόμενους στην ανάπτυξη των βιοκαυσίμων», η UNEP εξετάζει τη σύνδεση της βιοποικιλότητας με τα μέσα συντήρησης των κοινοτήτων ανά τον κόσμο. Καθώς τα προγράμματα βιοενέργειας κάνουν την εμφάνισή τους στην «πίσω αυλή» αυτών των κοινοτήτων, πρέπει να εμπλακούν κατάλληλα αυτές οι κοινότητες για να εξασφαλιστεί ότι αυτές οι πρακτικές δε θα είναι επιζήμιες για αυτές, ότι θα διασφαλιστεί το δικαίωμα γαιοκτησίας και ότι θα διατηρηθούν οι υπηρεσίες των τοπικών οικοσυστημάτων.
Στην έκθεση, τέλος, με τίτλο «Χρήση γης, αλλαγή χρήσης γης και βιοενέργεια», η UNEP υπογραμμίζει ότι, στη βάση των σημερινών τάσεων και με τις σημερινές τεχνολογίες, η βιοενέργεια μπορεί να δεσμεύσει ως και το 36% των αρδεύσιμων εκτάσεων, μέχρι το 2030, εξέλιξη η οποία ενδέχεται να έχει σοβαρή επίπτωση στη βιοποικιλότητα.