Την πρώτη τράπεζα σπέρματος για μέλισσες αναπτύσσουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον με επικεφαλής τον εντομολόγο Steve Sheppard.
Οι ερευνητές χρησιμοποιούν υγρό άζωτο για να διατηρήσουν το σπέρμα που εξάγουν από τα βιομηχανικά έντομα, τα οποία επικονιάζουν σημαντικό ποσοστό των τροφίμων που καταναλώνουμε, αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρές περιβαλλοντικές απειλές.
Στόχος είναι η διατήρηση και βελτίωση των πληθυσμών των μελισσών και κυρίως υποειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.
«Αυτό το κάνουμε συχνά με άλογα, βοοειδή και κοτόπουλα. Τελικά θα το κάνουμε και με τις μέλισσες», δήλωσε η Susan Cobey, που συμμετέχει στο project.
Η μελισσοκομία είναι μια πολύ μεγάλη βιομηχανία. Για παράδειγμα η καλλιέργεια μήλων στη Νέα Υόρκη, με τζίρο ένα δις. δολάρια, χρειάζεται περίπου 250.000 αποικίες μελισσών για την επικονίαση των οπωρώνων.
Το «αγκάθι» στη δημιουργία τράπεζας σπέρματος μέχρι σήμερα ήταν η διατήρηση του σπέρματος μακροπρόθεσμα, πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με το άζωτο.
Μάλιστα οι ερευνητές εξετάζουν το ενδεχόμενο να διατηρήσουν για χρόνια το σπέρμα σε δεξαμενές αζώτου στο πανεπιστήμιο.
Ήδη παράγοντες της βιομηχανίας μελισσοκομίας δήλωσαν πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν το project και συγκεκριμένα την αγορά και εγκατάσταση δεξαμενών, καθώς και τον απαραίτητο εξοπλισμό.
Οι μέλισσες αντιμετωπίζουν πολυάριθμες προκλήσεις σήμερα. Από προβλήματα διατροφής λόγω των μονοκαλλιεργειών, μέχρι ξενικά είδη και επικίνδυνα φυτοφάρμακα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες για να αναχαιτιστεί ο αφανισμός τους πρέπει να δημιουργηθούν εξυπνότερες και ισχυρότερες μέλισσες.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ερευνητές σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν το σπέρμα για επιλεκτική εκτροφή μελισσών με στόχο τη βελτιστοποίηση των υποειδών και την ανάπτυξη ανθεκτικότερων πληθυσμών.
Υπενθυμίζεται ότι τον Απρίλιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε τον περιορισμό της χρήσης τριών διαδεδομένων παρασιτοκτόνων, υπό τον φόβο ότι βλάπτουν τις μέλισσες.
Η αναστολή της χρήσης θεωρείται μεγάλη νίκη χιλιάδων περιβαλλοντικών οργανώσεων και ακτιβιστών, οι οποίοι ανησυχούν για τη συνεχόμενη μείωση του πληθυσμού των μελισσών.
Η απόφαση ελήφθη μετά τη δημοσίευση έκθεσης της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια Τροφίμων, στην οποία επισημαίνεται ότι τα νεονικοτινοειδή θέτουν σοβαρούς κινδύνους για τις μέλισσες.
Τα παρασιτοκτόνα που απαγορεύτηκαν παρασκευάζονται από τη γερμανική Bayer και την ελβετική Syngenta. Παγκοσμίως υπάρχουν 28 υποείδη μελισσών.
Πηγή: econews.gr