Αλλαγές σε μία πτυχή- σημαντική- του τρόπου ζωής των αρκούδων στη Σουηδία έφερε η νομοθεσία που απαγορεύει το κυνήγι των μητέρων με τα μικρά τους. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστήμιου Sherbrooke στον Καναδά, του Πανεπιστημίου της Νοτιοανατολικής Νορβηγίας και του Νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστημών Ζωής – NMBU, οι θηλυκές αρκούδες αύξησαν τον χρόνο που περνούν με τα μικρά τους. Συγκεκριμένα, υπολογίστηκε πως από 18 μήνες, που έμεναν τα μικρά με τη μαμά τους, πριν από είκοσι χρόνια, σήμερα μένουν δίπλα της για 2,5 χρόνια. Η παράταση της φροντίδας των μικρών σημαίνει πως οι θηλυκές αρκούδες έχουν λιγότερες ευκαιρίες αναπαραγωγής. Η έρευνα όμως, όπως εξηγεί η εφημερίδα Independent, έδειξε πως αυτό ξεπερνιέται από τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης τόσο των μητέρων όσο και των μικρών. Η ομάδα των ειδικών ανέλυσε στοιχεία για τις καφέ αρκούδες της Σκανδιναβίας που καλύπτουν διάστημα 22 ετών. «Ο άνθρωπος είναι σήμερα μια εξελικτική δύναμη στις ζωές των αρκούδων» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής και καθηγητής στο NMBU καθηγητής Jon Swenson. Στη Σουηδία, επιτρέπεται το κυνήγι αρκούδας για όλους και χωρίς ειδική άδεια. Μεταξύ 2010 και 2014 κυνηγοί είχαν σκοτώσει περίπου 300 αρκούδες ανά έτος. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες που το κυνήγι αρκούδας είναι νόμιμο, η Σουηδία απαγορεύει το κυνήγι αρκούδων που ζουν σε οικογένειες. «Ένα θηλυκό μόνο του, στη Σουηδία, έχει τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να γίνει στόχος, σε σχέση με ένα θηλυκό που έχει και το μικρό του» εξηγεί ο Swenson. Οι ερευνητές διαπίστωσαν μια ασυνήθιστη συμπεριφορά στους πληθυσμούς των αρκούδων στη Σουηδία. Παρότι από εξελικτικής άποψης δεν θα ήταν, υπό κανονικές συνθήκες, σωστή στρατηγική, η αύξηση των πιθανοτήτων επιβίωσης των θηλυκών αρκούδων υπερκέρασαν τον μειωμένο ρυθμό γεννήσεων. «Αυτό παρατηρήθηκε ειδικά σε περιοχές αυξημένης κυνηγετικής πίεσης» τόνισε ο Swenson. «Εκεί, τα θηλυκά που κρατούν τα μικρά τους έναν επιπλέον χρόνο κοντά τους έχουν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα». Το ποσοστό των θηλυκών αρκούδων που «μεγάλωναν» τα μικρά τους για έναν επιπλέον χρόνο αυξήθηκε από 7% σε 36% μεταξύ 2005 και 2015. Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications. (φωτογραφία αρχείου)