Παραβλέποντας τον καύσωνα κίνησα για «το Μικρό Χρηματιστήριο» ελπίζοντας σε μεγάλη αξία της παράστασης των BIJOUX DE KANT, ως θαυμάστριά τους που είμαι.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Κατ’ αρχήν εντυπωσιάστηκα από την υπέροχη διακόσμηση του αρχιτεκτονικού μνημείου, όπου κάποιες κόρες στηρίζουν το θόλο του και από τον επιβλητικό φωτισμό του σκηνικού που επιβάλλεται στον εισερχόμενο στην αίθουσα.

Καμιά πενηνταριά επιδαπέδια ηλεκτρικά μανουάλια ήταν τοποθετημένα συμμετρικά στη σκηνή, μπροστά από μια λευκή κόχη με συμβολικά θραύσματα αρχαιοτήτων από την πόλη της Αθήνας.

Έξοχη ονειρική ατμόσφαιρα σκέφτηκα για τον ποιητικό -ως συνήθως- λόγω της Γλυκερίας Μπασδέκη. Αργότερα όμως αντιλήφθηκα ότι αυτός ο στολισμός καθώς και τα άνθη που πέταγε από το εσωτερικό μπαλκόνι της αίθουσας του Μικρού Χρηματιστηρίου η Μαρία Κίτσου δεν ήταν παρά μια νεκρολογία στην Ποιητική, που αντέχει αιώνες και αιώνες.

Ο Πλάτωνας απέκλεισε από την τέλεια και ιδανική Πολιτεία τους ποιητές, ενώ για τον Αριστοτέλη η Ποιητική διακρίνεται από την εμπειρία, γιατί αντικείμενό της είναι το καθόλου. Η σύγχρονη ποιητική ασυμβίβαστη  με όρους του Σταγειρίτη, δηλώνει πως είναι «χωρίς σύνορα, από μια διεθνή σκοπιά».

Εγώ βασανίστηκα για να αντιληφθώ τι ήθελε να μας πει η παράσταση, ποιος ήταν ο παιδευτικός της χαρακτήρας και ο στόχος της. Αν έχει να μας προτείνει κάτι, μια νέα αφετηρία, τις προϋποθέσεις για ένα νέο προσανατολισμό. Προσωπικά πιστεύω ότι η δομή του κειμένου έχει μια βιασύνη αδικαιολόγητη και όχι μια επισταμένη γραφή. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος έγραψε ο Αναγνωστάκης.

Εδώ «εισβάλλουν σαν δεκαοχτούρες και άλλα πουλιά» από την εποχή του Λόρδου Μπάϋρον και του Παλαμά με μια αναπόληση και ταυτόχρονα απώθηση του παρελθόντος.   Ο λόγος κινείται διαφορετικά, ταλαντεύεται κι’ αιωρείται στο χρόνο ενώ η σκηνική σύνθεση έχει το ύφος και την αισθητική του Γιάννη Σκουρλέτη.

Δύο Ατθίδες κόρες αγνές, η Νούλα και η Νανά, παρασύρονται σε μια νοσταλγική ονειροπόληση της μητέρας τους (εμφανής ο συμβολισμός της πόλης των Αθηνών) καταφεύγοντας στο πρωταρχικό παιχνίδι των κοριτσιών,  όπου ταυτίζονται με το ρόλο μάνας – κόρης.

Η Λένα Δροσάκη και η Άλκηστις Πουλοπούλου -καλές ηθοποιοί- με το τραγούδι και το ακορντεόν της Χαρούλας Τσαλπαρά γίνονται δυο μπεμπέκες με φτερά αγγελικά και παραμορφωτικές μάσκες, αμήχανες, σκληρές, νευρωτικές με φωνή δυσνόητη συχνά από την ηχώ, που κουβαλούν μέσα τους «αίμα σπαστικό κι’ ένα μαχαίρι στη κοιλιά όπου σκοτώνει τη μητέρα τους».

Ειλικρινά δεν εισέπραξα ένα εσωτερικό άκουσμα σ’ αυτή την αναγωγή στη μάνα – Αθήνα και στο «ύστατο χαίρε»  από τον χορό των θρηνούντων σε μια εποχή,  όπου οι ποιητές ειδικά, οφείλουν να φανούν αντάξιοι  της κληρονομιάς τους. Νομίζω πως η παράσταση ήταν χωρίς ταυτότητα, απροσδιόριστη, μπερδεμένη και θλιβερή με το νεκρόσημο της Αθήνας, κάθε άλλο από «ακρόαμα απεξάρτησης και αναζήτηση μιας νέας συνθήκης ελευθερίας».

Οι κόρες της Πατρίδας μας στηρίζουν το Ερέχθειο, εθνικούς αγώνες και τα πολύπαθα  νιάτα σήμερα επιβεβαιώνοντας τη συνέχεια. Σ’ αυτό  το «Άνοιγμα στη Πόλη» στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, τα χείλη θα έπρεπε να ξανατραγουδήσουν τα λόγια της Βέμπο «Αθήνα και πάλι Αθήνα» προτείνοντας μια νέα Ποιητική.

Συντελεστές

Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία – Κοστούμια: Γιάννης Σκουρλέτης

Ποιητική ανθολόγηση: Χριστόφορος Λιοντάκης

Κείμενο: Γλυκερία Μπασδέκη

Συνεργάτης σκηνοθέτις: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη

Συνεργάτης Σκηνογράφος-Γλυπτικές Συνθέσεις: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης

Συνεργάτης ενδυματολόγος: Δήμητρα Λιάκουρα

Παίζουν η Λένα Δροσάκη και η Άλκηστις Πουλοπούλου

Συμμετέχει 15μελής χορός