Το έργο του Έντουαρντ Άλμπυ αντέχει στο χρόνο και βρίσκει αντίκρυσμα στο σήμερα γιατί μιλά σε γλώσσα αρχέγονη και πανανθρώπινη για τις ανθρώπινες σχέσεις. Γράφει η Χαρά Κιούση Η εμφάνιση διαφόρων έντονων κοινωνικών κινημάτων το 1960 στις ΗΠΑ, μια μεταπολεμική περίοδος που δεν ήταν και πολύ ευνοική για πολιτικές συζητήσεις, έδωσε χώρο να αναπτυχθούν καινούργιες εναλλακτικές και πρακτικές στην πολιτισμική κρίση. Οι αμφισβητούμενες ηθικές κοινωνικές αξίες που αφορούσαν εξαρτήσεις στα μέλη της οικογένειας, διαπροσωπικές σχέσεις, εκκλησία και παγανισμό, καθώς και κανόνες ιεραρχίας στον πανεπιστημιακό χώρο , προκάλεσαν μια επανάσταση σε εξουσιαστικές δομές. Η ανασκόπηση της κοινωνικής ζωής και των σχέσεων εξουσίας, έφεραν την ηθική και σεξουαλική απελευθέρωση που άλλαξε τις συνθήκες της ζωής. Το έργο «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ» διαδραματίζεται από τις δυο μετά τα μεσάνυχτα έως την ώρα που χαράζει μια Κυριακή, στο σαλόνι του Τζώρτζ και της Μάρθας. Μόλις έχουν επιστρέψει στο σπίτι τους, μετά από την καθιερωμένη Σαββατιάτικη συγκέντρωση που διοργανώνει ο Πρύττανης του Πανεπιστημίου στη Νέα Αγγλία, για τους ακαδημαϊκούς συνεργάτες του. Ο Τζώρτζ είναι υφηγητής στο τμήμα ιστορίας ενώ η Μάρθα, μοναχοκόρη του πρυτάνεως, είναι απογοητευμένη που ο άντρας της δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες της, να αναλάβει την θέση του Προέδρου. Οι δύο μεσήλικες περιμένουν να έρθει στο σπίτι τους ένα νεαρό ζευγάρι. Ο ευπαρουσίαστος Νικ που διδάσκει βιολογία παντρεύτηκε την μικροκαμωμένη πλούσια και άτολμη Χάνι. γιατί ήταν έγκυος. Η συνάντηση των δυο ζευγαριών εξελίσσεται σ’ ένα άγριο παιχνίδι που ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα. Ο Άλμπυ με σκληρή και δηκτική γλώσσα, έντονους και ανελέητους διαλόγους, προσβλητική αθυροστομία (“πήδα την οικοδέσποινα”, ας ξεσκίσουμε τους καλεσμένους” κλπ), βιαιότητα, βάζει τους ήρωες του πετώντας λάσπη ο ένας στον άλλο να κουρελιάζονται και να απογυμνώνονται λέγοντας αλήθειες. Γνωρίζουν ότι αυτό μπορεί να τους διαλύσει αλλά ταυτόχρονα πιστεύουν ότι έτσι θα λυτρωθούν από τα δεσμά της απατηλής ευζωίας και την υποκρισία που τους εξουσιάζει. Η δεξιοτεχνική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη και η διεισδυτική στην ψυχοσύνθεση των ηρώων σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη, απέδωσαν την επισφαλή τους θέση και την εφιαλτική ατμόσφαιρα του έργου. Στο ρόλο της Μάρθας η Νίκη Παλληκαράκη με υποκριτική ευελιξία, χτίζει τον χαρακτήρα της ηρωίδας. Παθολογικά εξαρτημένη από το ποτό με ζωηρή φαντασία, τόλμη, δυναμικότητα και προκλητική απελευθέρωση που την σπρώχνει να κατακτήσει ερωτικά και να καταβροχθίσει τους άντρες, με σκοπό να ανεβάσει την αυτοεκτίμησή της. Η ηρωίδα είναι υπονομευμένη στην πατρική εξουσία και εξάρτηση και επιδιώκει εναγωνίως να ελευθερωθεί από τον υποβιβασμό και την απόρριψη του Τζώρτζ. Τον χαρακτηρίζει άχρηστο, τιποτένιο, ανίκανο και χρησιμοποιεί πάνω του όλη την ισχύ που αντλεί από τον αυταρχικό πατέρα της. Ο Άκις Βλουτής με την δυνατή του ερμηνεία διευρύνει το πορτραίτο του Τζώρτζ. Ταπεινωμένος, υποχείριο της περιφρόνησης της Μάρθας όσον αφορά το αντρικό πρότυπο, δίχως αυτοεκτίμηση για τις επιλογές του καταφεύγει στην ειρωνεία, στη λεκτική επιθετικότητα αντιστεκόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο στην επιθυμία τής αυτονομίας της. Αυτός που δεν είναι άξιος προσοχής και αγάπης, συναινεί συνειδητά στη συνέχιση του κατασκευασμένου νοητικά γιου τους, για να ασκεί πάνω της μεγαλύτερη εξουσία. Κάτι βέβαια που επιδεινώνει τις νευρώσεις και τις δυσλειτουργίες της συμβίωσης και τους εγκλωβίζουν σε μια καταστροφική αμφίδρομη σχέση. Ο Σαράντος Γεωγλερής ως Νικ μετακυλά με πειστικότητα από τον αρχικό εντυπωσιασμό στην αποδοκιμασία και την περιφρονητική απόρριψη, αφού πρώτα αμφισβητήσει αηδιασμένος και αναγνωρίσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες και αναπηρίες. Παθητική, απλή παρατηρητής και αργότερα μιμητική ως Χάνι, η Τζωρτζίνα Λιώση. Παίζει με τα μάτια, το νάζι, την υστερική της ευπάθεια και δόλο στην αρχή, για να τραβήξει το ενδιαφέρον του Νικ. Οι ήρωες εξουσιάζουν και εξουσιάζονται, συγκρούονται με το εγώ τους αλλά και με τους άλλους και επηρεαζόμενοι αποκαλύπτουν διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα τους. Προσφεύγουν σ’ αυτό μέσα από ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις που τελικά τους καταβάλουν και ελπίζουν σε μια λυτρωτική και ειρηνική συμπόρευση. Ο δυνατός φωτισμός, τα κομψά κοστούμια και το μοντέρνο σκηνικό που δεν επιτρέπει εικασίες για ανθρώπους των γραμμάτων δίνουν το στίγμα τους στη δυνατή παράσταση, που σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος δεν φοβάται την πραγματικότητα.

Συντελεστές

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης Σκηνικά – Κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου

Παίζουν:

Άκις Βλουτής, Νίκη Παλληκαράκη, Σαράντος Γεωγλερής, Τζωρτζίνα Λιώση

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

Τετάρτη 21:00 Πέμπτη 21:00 Παρασκευή 21:00 Σάββατο 21:00 Κυριακή 18:00

Τιμές εισιτηρίων:

Γενική είσοδος: 14 ευρώ Μειωμένο: 10 ευρώ (ισχύει για φοιτητές, ανέργους & άνω των 65) Ατέλειες: 5  ευρώ Τετάρτη & Πέμπτη: γενική είσοδος 10 ευρώ Προπώληση εισιτηρίων: viva.gr Τιμή προπώλησης μέχρι και την έναρξη των παραστάσεων στο viva.gr: 8 ευρώ