«Το μόνο θέατρο που έχει αξία και σημασία για μένα είναι κείνο που αντιτίθεται στην κλασσική αναπαράσταση και στους κανόνες της». Στη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών η νέα παραγωγή των Societas Raffaello Saujio και του Ρομέο Καστελούτσι «Go Down, Moses», αποτελεί μέρος της ενδογονιακής τραγωδίας. Για τον εικονοκλάστη κορυφαίο δημιουργό, που η Ελλάδα και η τραγωδία συνιστούν το παν, δεν υπάρχει ελευθερία στην τέχνη. Μέσα από αυτήν την ανελευθερία λοιπόν που συνδέεται με την αγωνιώδη κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου να λυτρωθεί από τα επιβαλλόμενα δεσμά του, επιχειρεί την δική του εικαστική έξοδο.
Γράφει η Χαρά Κιούση
Με δυο προτάσεις του (ο λαός δεν γνωρίζει πως είναι σκλάβος και υπάρχουν τόσα πολλά ζώα που αισθάνονται ανία), συνδέει το θεολογικό του υπόβαθρο με την τέχνη. Με την γνωστή του αμφισβήτηση του κειμένου ως κυρίαρχου μέρους κι έχοντας ως «προσωπικό του τοτέμ τον ηθοποιό», τους τοποθετεί στη σκηνή όπου το «ανεικονικό στοιχείο» που επικρατεί στην καινοτόμο δημιουργία του, προεκτείνεται στην αντίληψη των θεατών. Οι οποίοι εθισμένοι στον καταιγιστικό εντυπωσιασμό και αιχμαλωτισμένοι σ’ έναν εικονικό πλέον κόσμο, καλούνται εδώ να αναγνωρίσουν και να σπάσουν ψεύτικα είδωλα.
Καθένας με τα δικά του πιστεύω μετακινείται συνειδησιακά και εκλαμβάνει κατά το δοκούν της τις ιδεολογικές προτάσεις του ριζοσπάστη Καστελούτσι. Στο Go Down, Moses ο δημιουργός του θέτει το ζήτημα της εικονομαχίας, υποστηρίζοντας την κατάργηση των εικόνων, αντιδρώντας στην μαγευτική τους αιχμαλωσία. Επικαλείται δε τον βιβλικό ήρωα Μωυσή που οδήγησε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο στην Γη της επαγγελίας σώζοντάς τους από την σκλαβιά.
Το ομώνυμο τραγούδι που τραγουδούσαν τον 19ον αιώνα στις φυτείες οι νέγροι σκλάβοι, επικαλούμενοι σπαρακτικά την ελπίδα για ελευθερία, δίνει τον τίτλο της παράστασης. Εκλαμβάνοντας λοιπόν τη θρησκεία ως «αφηγηματικό γεγονός» δέχεται το Μωυσή όχι ως εκείνον που υπόσχεται την ελπίδα αλλά την υπόσχεση, «κάνοντας πράγματα». Προβάλλοντάς τον ως πρότυπο, πρεσβεύει πως χρειαζόμαστε σαν κοινωνία έναν άλλο Μωυσή για να μας σώσει, παίζοντας το ρόλο τού διαμεσολαβητή με το Θεό.
Επειδή η τέχνη επινοεί και συχνά γίνεται οδυνηρή και ξεγελά με παραβολές και εικόνες, ο Κοστελούτσι απαφορτίζει συναισθηματικά το θεατή με την «πολύ ψυχρή, πολύ εγκεφαλική» του δουλειά. Για εκείνον η θέση του θεατή είναι τρομακτικής σημασίας, είναι πολιτική συνθήκη που του επιτρέπει να αναζητήσει και να συναντηθεί με το άγνωστο στη σκιά της εικόνας.
Στο Go down, Moses, πίσω από έναν καταρράκτη από τούλι κινούνται οι ηθοποιοί ντυμένοι με σύγχρονα κοστούμια. Παρατηρούν – σαν να βρίσκονται σε μια έκθεση ζωγραφικής δίχως εμφανή έργα- παίρνουν πόζες, μιμούνται ο ένας τον άλλο, εξετάζουν την αρτιμέλειά τους. Μετά μια νέα γυναίκα που δεν αποχωρίζεται τα ψιλοτάκουνά της, γεννά σε μια τουαλέτα το παιδί της και το πετά σ’ ένα κάδο απορριμάτων. Το κλάμα του ωσότου σβήσει ακούγεται σπαραχτικό. Ύστερα βλέπουμε την γυναίκα να απομακρύνεται σ’ ένα αστυνομικό τμήμα, όπου «κάθιδρη» και ταλαιπωρημένη περιμένοντας το νοσοκομειακό, καταθέτει πως όλοι είμαστε σκλάβοι και περιτριγυριζόμαστε από ζώα που ζουν στην ανία και στην απάθεια. Υπονοώντας φυσικά πως το βρέφος που γέννησε είναι καρπός βιασμού ενός ανθρώπου – κτήνους.
Στη συνέχεια βρίσκεται στο νοσοκομείο, όπου ο αξονικός τομογράφος στον οποίο μπαίνει ως ένα διαστημικό ταξίδι δημιουργεί την τρύπα του χρόνου. Βαθμιαία κι ενώ ο φωτισμός σαρώνει τα πάντα με την εικαστικότητά του και ο εκκωφαντικός θόρυβος μιας κοσμικής γεννήτριας κι ενός πανίσχυρου επιταχυντή – κυλίνδρου, επιτείνει την διαφυγή, αποκαλύπτεται η είσοδος ενός προϊστορικού σπηλαίου. Όπου οι πρωτόγονοι «πρόγονοί μας ματωμένοι, κάτοικοι τούτου του κόσμου εκπέμπουν σήμα κινδύνου».
Σε ένα πλανήτη δίχως ελπίδα που βρίσκεται κοντά στην απόγνωση, μόνον η οχύρωση της ύπαρξής μας θα μας απελευθερώσει από τα δεσμά μας. Αυτό βέβαια είναι προσωπική μου άποψη που ενισχύθηκε από την θέαση της παράστασης. Η αρχική μου αμηχανία και απορία σχετικά με την αναγκαιότητα της απόφασης της μάνας, διοχετεύθηκε σε άλλες σκέψεις. Αισθάνθηκα πως αν η νεαρή γυναίκα επιθυμούσε να σώσει το παιδί της αλλά και τις επερχόμενες γενιές της από την αόρατη σκλαβιά, θα το άφηνε ν’ αναπτυχθεί και σαν νέος Μωυσής – ας το δεχτούμε – θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στην ελευθερία. Αλλιώς πέφτει σε αντίφαση, καθώς αφ’ ενός καθιστά σύμβολο την Μητέρα – μήτρα γενεσιουργό δύναμη ζωής και Λόγου, κι αφετέρου εξαφανίζει κάθε της αγωνιστική δύναμη, η οποία με την σωστή παιδεία θα καταστήσει ικανό τον άνθρωπο να αντιληφθεί την ύπαρξή του και να τον καταστήσει συνειδητό πολίτη. Εκτός αν η ηθική μας κατρακύλα μας έκανε πρωτόγονους και ο κόσμος πρέπει να απαλλαγεί από το ζώο που λέγεται άνθρωπος και να αφήσει στην ησυχία του το ζωικό βασίλειο.
Ο άδολος καλοθρεμμένος λαγός που εικονίζεται στην παράσταση μάλλον σε αυτό ελπίζει. Κι όπως πρεσβεύει ο Καστελούτσι «με την εμφάνιση του ζώου στη σκηνή κάνουμε ένα βήμα προς τα πίσω, πλησιάζουμε στη θεολογική ρίζα του θεάτρου».