Η Δήμητρα Χατούπη και ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος είναι το νέο θεατρικό ζευγάρι, που από απόψε το βράδυ (Παρασκευή 21 Μαρτίου) καλούν το κοινό να τους ακολουθήσει σε μια εξερεύνηση του πολυδαίδαλου «δάσους» των ανθρώπινων σχέσεων.
Οι δύο ηθοποιοί πρωταγωνιστούν στο αριστουργηματικό και σπάνια παρουσιαζόμενο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, «Το Δάσος» σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή, που εστιάζει στη λεπτομερή αποτύπωση της υπαρξιακής αναζήτησης και του αδιεξόδου της επικοινωνίας.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα, το Newsbeast βρέθηκε στο θέατρο ΕΛΕΡ, όπου η Δήμητρα Χατούπη και ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος είχαν πρόβες και μας μίλησαν για το έργο του Μάμετ, για τις σχέσεις, τα στερεότυπα, τη μοναξιά και όσα άλλα θίγει η παράσταση «Το Δάσος».

– Πρόκειται για ένα έργο του Ντέιβιντ Μάμετ που ανεβαίνει σπάνια. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Δ.Χ: Γράφτηκε το 1977. Στην Ελλάδα έχει πολλά χρόνια να ανέβει. Νομίζω ότι είναι ένα έργο που, εκτός από το πρωτογενές φαίνεσθαι -δηλαδή είναι μια ερωτική ιστορία με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι-, κρύβει πράγματα που δεν είναι εύκολο να διαβαστούν. Πιθανόν, αυτός να είναι ένας λόγος που δεν είναι συνεχώς επί σκηνής το Δάσος.
– Είναι δύσκολο έργο;
Δ.Χ. Δεν είναι δύσκολο, εντέλει. Με μια πρώτη ματιά και με αυτόν τον ποιητικό λόγο του Μάμετ δεν φαίνονται όσα είναι κρυμμένα.
Δ.Γκ. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπαίνω ποτέ στη διαδικασία να σκεφτώ γιατί δεν ανεβαίνει συχνά ένα έργο. Πάντα έχει να κάνει με την ανάγκη των ανθρώπων να μιλήσουν για κάτι. Χρησιμοποιούμε τα έργα για να πούμε πράγματα τα οποία μας αφορούν στην εποχή μας, στο εδώ και τώρα. Ο σκηνοθέτης μας, Θοδωρής Αμπαζής, έχει προσεγγίσει το έργο μέσα από μία δύσκολη οδό. Τι εννοώ. Δύσκολη ακόμα και για εμάς τους ίδιους. Πέρα από το αυτονόητο, ότι στην ιστορία είναι ένα ζευγάρι που πηγαίνει στο δάσος και ανακαλύπτουν την ουσιαστική τους σχέση. Θυμάμαι μας είπε (σ.σ. ο σκηνοθέτης) στην πρώτη ανάγνωση για τη δυσκολία των ανθρώπων στο σήμερα να επικοινωνήσουν ουσιαστικά. Είμαστε σε μία εποχή που φαινομενικά επικοινωνούν όλοι με μεγάλη ευκολία, αλλά δεν επικοινωνούν ουσιαστικά. Είμαστε μόνοι μας και η μοναξιά δεν είναι απαραίτητα αρνητική, όταν γίνεται σαν ένα πεδίο αυτογνωσίας. Αλλά γίνεται αρνητική όταν έχεις ανάγκη να υπάρξεις με τον άλλον και δεν μπορείς, γιατί είσαι εγκλωβισμένος μέσα σε μια δική σου φυλακή, σε δικά σου βιώματα. Αυτό το έργο προσφέρει αυτό το στάδιο να εμβαθύνεις.
Δ.Χ. Γι’ αυτό είναι ένα έργο στο σήμερα, επειδή ακριβώς βιώνουμε μια εποχή όπου η ουσιαστική επικοινωνία γίνεται συνεχώς όλο και πιο δύσκολη. Οπότε θεωρώ ότι πρόκειται για ένα κείμενο που έχει γραφτεί σχεδόν χθες, κατά έναν τρόπο.

– Άρα ο θεατής θα ταυτιστεί με το έργο;
Δ.Χ. Απόλυτα.
Δ.Γκ. Σίγουρα θα αναγνωρίσει κομμάτια δικά του. Εγώ που δεν είχα διαβάσει ξανά το συγκεκριμένο έργο του Μάμετ, είδα τον εαυτό μου στο παρελθόν σε πολλά σημεία. Πάντως, η φύση, το δάσος, πάντα λειτουργούν σαν τη «λυδία λίθο» για να δούμε πραγματικά ποιοι είμαστε. Δηλαδή μέσα από μία βόλτα στη φύση, πάντα αποκτάμε μία αυτογνωσία, γιατί είμαστε μέρος της φύσης, από την οποία έχουμε αποκοπεί. Το κορίτσι αυτού του έργου κουβαλάει μέσα της τη φύση, τη δύναμη της φύσης. Όπως οι γυναίκες που είναι πιο πολύ κοντά στον πυρήνα τους από τη φύση, ωριμάζουν και πιο γρήγορα, ενώ τα αγόρια είναι κάτι άλλο και αυτά από τη φύση τους.
Δ.Χ. Για τον άνδρα στο συγκεκριμένο κείμενο είναι πιο δύσκολο να επικοινωνήσει.
Δ.Γκ. Ο Νικ έχει να αντιμετωπίσει τα στερεότυπα της κοινωνίας του, αυτά που του έχουν φορτώσει. Τα «θέλω» που δεν ξέρει καν αν είναι δικά του. Η αλήθεια είναι πως τα στερεότυπα πολλές φορές υπάρχουν στην κοινωνία και, αν δεν το αντιληφθούμε αυτό, μας περνάνε. Και για έναν άντρα είναι πιο δύσκολο να ανοιχτεί, να επικοινωνήσει, να εκτεθεί -αν θέλεις- συναισθηματικά. Ακόμα και η δέσμευση που είναι ένα θέμα της Ρουθ. Στο έργο είναι δύο παιδιά που αγαπιούνται πάρα πολύ και αυτό που λέει η Ρουθ είναι πως: «αφού με αγαπάς, γιατί φοβάσαι;». Αυτό έχει να κάνει με βιώματα του παρελθόντος και η Ρουθ θέλει να ζήσει το τώρα. Υπάρχει μία συγκεκριμένη ατάκα στο έργο που της λέω: «Τότε καθόμασταν εδώ πέρα, κοιτάγαμε τη βροχή» και μου λέει: «Τότε, τώρα είμαστε στο εδώ και τώρα. Σ’ αγαπάω, γιατί δεν το δέχεσαι αυτό;».
Δ.Χ. Αν σκεφτεί κανείς πώς εξακολουθεί να μεγαλώνει ο άντρας εδώ και γενιές ολόκληρες, σε τι σπίτι μεγαλώνει και πώς από την ίδια του την οικογένεια μεγαλώνει με την εικόνα ότι πρέπει «να είσαι δυνατός για να αντεπεξέλθεις, δεν πρέπει να είσαι αδύναμος». Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ακόμα και σήμερα, σε μεγάλο βαθμό γυναίκες που ο στόχος είναι ο γάμος. Υπάρχει ακόμη αυτή η αντίληψη στην κοινωνία, ότι αν είσαι γυναίκα και δεν έχεις παντρευτεί ή έχεις χωρίσει, είναι στίγμα.

– Είναι σαν να μας έχουν εμποτίσει με αυτά τα στερεότυπα.
Δ.Γκ. Πιστεύω πως πλέον δεν είναι τόσο έντονο. Το βλέπω αυτό και από την παρέα μου, τους φίλους μου, δεν δίνουμε τόση σημασία.
Δ.Χ. Εμείς δεν δίνουμε, γιατί αυτό υπάρχει ακόμα.
Δ.Γκ. Δεν είναι μόνο το στοιχείο του γάμου. Στο έργο αυτό ζητάει να είναι μαζί. Και η Ρουθ κουβαλάει συμπλέγματα. Δεν είναι ένας σοφός χαρακτήρας. Κουβαλάει και αυτή τα αντίστοιχα γυναικεία συμπλέγματα και στερεότυπα της εποχής. Λέει «έλα να δεσμευτούμε». Γιατί έχει ανάγκη ένα βραχιόλι για να είναι μαζί; Για ποιο λόγο; Θέλω να πω ότι είναι δύο παιδιά που πολεμάνε τα στερεότυπα της κοινωνίας.
Δ.Χ. Κι έχουν μπροστά τους τη φύση, ένα δάσος, μια λίμνη, ένα βουνό και προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Ο τρόπος που επικοινωνούν είναι ουσιαστικά μέσα από τις ιστορίες τους. Διηγούνται ιστορίες ο ένας στον άλλον, οι οποίες είναι και φανταστικές.
Δ.Γκ. Ναι, δεν το έχει προσδιορίσει ούτε ο ίδιος ο Μάμετ τι είναι αληθινό και τι όχι. Και ανακαλύπτουν μέσα από αυτές τις ιστορίες ότι είναι το ίδιο νόμισμα με δύο διαφορετικές όψεις. Είναι, δηλαδή, δύο ισότιμοι χαρακτήρες που ο καθένας -σε σχέση με το φύλο του- κουβαλάει και τα δικά του στερεότυπα.
– Αυτό που είπες τώρα, ισότιμοι. Πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει αυτή η ισοτιμία των φύλων.
Δ.Χ. Δυστυχώς, θεωρώ, ότι είμαστε πολύ πίσω σε αυτό, παγκοσμίως. Εξού και οι κακοποιήσεις, οι γυναικοκτονίες.
Δ.Γκ. Ο άντρας θεωρεί κεκτημένο τη γύναικα.

– Γιατί έτσι τον έχουν μάθει.
Δ.Χ. Είναι αυτό που λέγαμε, πώς έχει μεγαλώσει από την κοινωνία, αλλά και από το ίδιο του το σπίτι.
– Όταν το αγόρι κλαίει και του λένε ότι οι «άντρες δεν κλαίνε».
Δ.Χ. Είναι πολύ βαθιά όλο αυτό.
Δ.Γκ. Είναι και ο φόβος που καλλιεργεί η κοινωνία στο να ανήκεις κάπου. Θέλει δύναμη ψυχής για να πεις: εγώ βλέπω ποια είναι η αλήθεια, έχω μία αξιολογική κρίση και υποστηρίζω τα πιστεύω μου, οπότε δεν με νοιάζει αν θα απορριφθώ από κάποιες κοινωνικές ομάδες.
– Αυτό που λες, η ανάγκη να ανήκεις κάπου, το βλέπουμε παντού, ακόμη και να ανήκουμε σε κάποιο κόμμα, σε μια παρέα.
Δ.Χ. Ο φόβος να είμαι μόνος μου.
– Ακόμα και το να βγεις έξω, να πας μόνος/η για καφέ, σκέφτεσαι τι θα πει ο άλλος που θα με δει, ότι δεν έχω παρέα;
Δ.Γκ. Αυτή είναι μια μεγάλη παγίδα. Είναι εύκολο να λες «δεν με ενδιαφέρει η άποψη των άλλων», όμως, στην ουσία υπάρχουν στιγμές που πάντα σε αφορά η γνώμη των ανθρώπων που σε ενδιαφέρουν. Μία συνάδελφος που θαυμάζεις, ένας σκηνοθέτης που εκτιμάς, ένας κριτικός.
Δ.Χ. Το θέμα είναι ότι έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα. Και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε ποιος μας ενδιαφέρει πραγματικά. Δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την ουσία, γιατί ακριβώς υπάρχει αυτός ο φόβος της μοναξιάς. Και δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πόσο ουσιαστικό είναι να έχουμε έναν άνθρωπο στη ζωή μας και όχι 125, δεν χρειάζεται.
Δ.Γκ. Για να επιστρέψουμε στο έργο, μιλάει και για κάτι άλλο πολύ απλό: για τη δυσκολία να επικοινωνήσουν οι δύο χαρακτήρες ουσιαστικά και όχι σωματικά. Στην εποχή μας, αν αναγνωρίζω κάτι, δεν είναι η απουσία του σεξ, είναι η απουσία το χαδιού. Το χάδι δεν υπάρχει, αυτό είναι δύσκολο.
Δ.Χ. Συφωνώ απολύτως. Δεν υπάρχει το χάδι, δεν υπάρχει το φλερτ, δεν υπάρχει ο ερωτισμός. Και με τα social αυτό δεν γίνεται; Θα θέλεις να κάνεις ερωτική εξομολόγηση και δεν μπορείς, επειδή δεν υπάρχει λεξιλόγιο, όλο και μειώνονται οι λέξεις.

– Οπότε τοποθετώντας το Δάσος ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι σαν να κοιτάμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος;
Δ.Χ. Χμ, δεν το έχουμε σκεφτεί αυτό. Πάντως, συμβολικά το δάσος είναι ο δικός μας εσωτερικός εαυτός και των υπολοίπων γύρω μας. Μπαίνεις στο δάσος και αισθάνεσαι φόβο για το τι θα συναντήσεις, αγωνία για το άγνωστο.
Δ.Γκ. Ωστόσο, το κάθε φυσικό στοιχείο σού δίνει δύο δρόμους. Ο ένας είναι να φοβηθείς και να κουκουλωθείς κάτω από ένα πάπλωμα και ο άλλος να έρθεις αντιμέτωπος με το να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Για παράδειγμα, όταν πας ένα ταξίδι στη φύση, αντιλαμβάνεσαι με πόσο λίγα πράγματα είσαι ευχαριστημένος και πόσα λίγα έχεις πραγματικά ανάγκη. Άρα, πώς οι επίπλαστες συνθήκες επηρεάζουν τη ζωή σου. Η φύση πάντα σε φέρνει αντιμέτωπο με το να καταλάβεις το μεγαλείο της ύπαρξής σου.
Δ.Χ. Είναι ο φόβος σε σχέση με το άγνωστο, ακόμα σε σχέση με τον εαυτό μου: «Τι θα συναντήσω μέσα μου; Υπάρχουν στοιχεία που δεν θα μου αρέσουν;».
– Να μη βγούμε από τα κουτάκια μας.
Δ. Χ. Ακριβώς είναι και αυτό ένα μεγάλο βόλεμα.
Δ.Γκ. Ακόμα και το να πεις ότι ξέρεις ποιος είσαι. Μα κάθε μέρα εξελισσόμαστε ως άνθρωποι. Δεν είναι κακό να μην ξέρεις ποιος είσαι 100%. Δεν είναι κακό να το αποδεχτείς.
– Πώς είναι να ανεβάζεις ένα έργο που δεν ανεβαίνει συχνά; Είναι καλό, κακό, είναι πιο εύκολο, πιο δύσκολο για έναν ηθοποιό;
Δ.Χ. Είναι και καλό και κακό και πιο εύκολο και πιο δύσκολο (γέλια). Το θέμα είναι οι συνθήκες, ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ο συνάδελφος που παίζετε μαζί. Εδώ, έχει δημιουργηθεί μία ομάδα που πραγματικά είναι πολύ ισχυρή. Αυτή η καθημερινή επικοινωνία μεταξύ δύο μόνο ατόμων είναι πολύπλευρη και πολύ γοητευτική.

– Έχετε και μουσική ζωντανά πάνω στη σκηνή. Αυτό πώς είναι;
Δ.Γκ. Έχουμε τη Βάσια Παπά. Ο άνθρωπος που παίζει τη μουσική συμβολίζει κάτι – αλλά ας το αφήσουμε για έκπληξη σε όσους έρθουν να δούνε την παράσταση. Επίσης, η παράσταση έχει πολύ χιούμορ.
Δ.Χ. Ναι, αυτό να το τονίσουμε. Για εμένα μέσα από το χιούμορ βγαίνει ο σαρκασμός, οτιδήποτε. Αν δεν υπάρχει χιούμορ, δεν μπορεί να υπάρξει και η ρωγμή. Αλλά και μεταξύ μας στις πρόβες γελάμε πολύ.
Δ.Γκ. Όλα αυτά υπονοούνται μέσα στο έργο και διαπιστώνεις πράγματα που θυμίζουν εσένα.
– Το χιούμορ είναι ένα μεγάλο όπλο.
Δ.Χ. Χρειάζεται να έχεις θάρρος για να αντιμετωπίζεις τα θέματα με χιούμορ.
Δ.Γκ. Είναι ένα φίλτρο για να βλέπεις τη ζωή.
Λίγα λόγια για την παράσταση
Με τη σκηνοθετική ματιά να εστιάζει στη λεπτομερή αποτύπωση της υπαρξιακής αναζήτησης και του αδιεξόδου της επικοινωνίας, η παράσταση εξερευνά το πολυδαίδαλο «δάσος» των ανθρώπινων σχέσεων. Ο Mamet, απομακρυνόμενος από τον κλασικό ρεαλισμό, δημιουργεί ένα ποιητικό και σχεδόν υπερβατικό σύμπαν, όπου οι λέξεις αποκτούν ρυθμική και επαναληπτική δύναμη, εναλλάσσοντας το πραγματικό με το φαντασιακό, το είδωλο με την αντανάκλασή του.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ένα ζευγάρι – η Ρουθ (Δήμητρα Χατούπη) και ο Νικ (Δημήτρης Γκοτσόπουλος) – που περνά μία νύχτα γεμάτη εντάσεις στο οικογενειακό εξοχικό του άντρα, βαθιά μέσα στο δάσος. Από το δειλινό έως το επόμενο πρωί, το έργο διατρέχει τρεις σκηνές, όπου οι χαρακτήρες συγκρούονται, αποκαλύπτοντας φόβους, επιθυμίες και βαθιά ριζωμένες ανασφάλειες. Καθώς το πρωινό φως διαλύει τα «μάγια» της νύχτας, η σχέση τους επαναδιαπραγματεύεται, φέρνοντας στο φως τη λεπτή γραμμή μεταξύ συμφιλίωσης και απόλυτης ρήξης.
Η μουσική – άλλοτε ζωντανή και άλλοτε ηχογραφημένη – λειτουργεί ως οργανικό κομμάτι της αφήγησης, συνομιλώντας με τη σκηνική δράση και ενισχύοντας τη δραματικότητα των στιγμών.
Η παράσταση προσεγγίζει το ζεύγος με μια μετα-στριντμπεργκική ματιά, εξερευνώντας τι σημαίνει η σύγκρουση όταν είναι πλέον πολύ αργά.
Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία-Μουσική Σύνθεση: Θοδωρής Αμπαζής
Ερμηνεύουν οι: Δήμητρα Χατούπη, Δημήτρης Γκοτσόπουλος
Μουσικός επί σκηνής: Βάσια Παπά
Φωτογράφιση: Ζαφείρω Βλάχου
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Από την Τετάρτη 19 Μαρτίου έως την Κυριακή 13 Απριλίου και κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 18:00
Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr
Θέατρο ΕΛΕΡ
Φρυνίχου 10, Αθήνα – πλησίον σταθμού μετρό Ακρόπολη