Μπαίνοντας σε ένα θέατρο ή έναν κινηματογράφο το πιο πιθανό είναι ο χώρος να κατακλύζεται από τη δελεαστική… στη μύτη, μυρωδιά του βουτυράτου ποπ κορν. Πρέπει κανείς να είναι πολύ αποφασιστικός και σταθερός χαρακτήρας, για να αποφύγει μια «επίσκεψη» στο μίνι μπαρ για να αγοράσει τον «κλασικό μεζέ», που συνοδεύει μια κινηματογραφική προβολή.
Οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν κατακλύζονταν ωστόσο πάντα -από τη χαρακτηριστική πλέον- μυρωδιά του ποπ κορν.
Η ιστορία του είναι μεγάλη, όμως η σχέση του με τις ταινίες ξεκίνησε στο πλαίσιο της προσπάθειας, που έγινε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, να διασωθεί ο νεοσύστατος τότε κλάδος του κινηματογράφου, αναφέρει δημοσίευμα του διαδικτυακού περιοδικού smithsonianmag.com.
Η ονομασία «pop corn» προέρχεται από τους διογκωμένους πυρήνες του καλαμποκιού (puffed kernels of corn) όταν θερμαίνονται.
Πριν από 8.000 χρόνια περίπου, οι άνθρωποι έπαιρναν το καλαμπόκι από ένα άγριο χόρτο (teosinte), που δεν έμοιαζε και πολύ με το καλαμπόκι, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Ήταν μία από τις πρώτες ποικιλίες καλαμποκιού που καλλιεργήθηκε στην Κεντρική Αμερική. «Το ποπ κορν έφτασε μέχρι το βορρά και το νότο, όμως “επιβίωσε” μόνο στη Νότια Αμερική» γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου «Popped Culture: A Social History of Popcorn», Andrew Smith.
Τελικά, χάρη στο εμπόριο οι μοναδικοί αυτοί πυρήνες «ταξίδεψαν» ακόμη πιο βόρεια. «Το πιο πιθανό είναι φαλαινοθήρες από τη Βόρεια Αμερική να πήγαν στη Χιλή, να βρήκαν ποικιλίες καλαμποκιού, να τις θεώρησαν χαριτωμένες και να τις έφεραν πίσω στη Νέα Αγγλία, στις αρχές του 19ου αιώνα» ισχυρίζεται ο Smith.
Αφότου «βρήκε τη θέση του» στο ανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής, η χρήση του εξαπλώθηκε παντού.
Οι άνθρωποι έβρισκαν ιδιαίτερα χαριτωμένο και διασκεδαστικό τον τρόπο που «έσκαγε» το καλαμπόκι και μέχρι το 1848, το ποπ κορν, είχε συμπεριληφθεί ως έννοια στο λεξικό Dictionary of Americanisms.
Το ποπ κορν είχε αρχίσει να κατακλύζει χώρους ψυχαγωγίας, όπως τα τσίρκο και τα διάφορα πανηγύρια. Ο μόνος χώρος από τον οποίο έλειπε ήταν… τα θέατρα!
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ήταν τόσο επιτυχημένο ήταν η ευκολία στη μεταφορά του. Το 1885 κυκλοφόρησε η πρώτη «μηχανή παρασκευής ποπ κορν», την οποία εφηύρε ο Charles Cretor.
«Οι κινηματογραφικές αίθουσες όμως εξακολουθούσαν να μην έχουν καμία σχέση με το ποπ κορν. Αντέγραφαν τις θεατρικές σκηνές. Είχαν όμορφα χαλιά και μοκέτες στις αίθουσές τους και δεν ήθελαν να πέφτουν επάνω τους ποπ κορν» γράφει ακόμη ο Smith στο βιβλίο του.
Οι κινηματογράφοι ήθελαν να απευθύνονται σε υψηλής κοινωνικής κατάστασης πελατολόγιο και διανοούμενους, και δεν ήθελαν να… ενοχλούνται από το θόρυβο που θα δημιουργούνταν μέσα στην αίθουσα αν κάποιος μασουλούσε το τραγανό σνακ.
Όταν οι ταινίες απέκτησαν ήχο το 1927, η βιομηχανία του κινηματογράφου ανοίχτηκε σε ένα πιο ευρύ κοινό, καθώς η παιδεία δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση πια για να παρακολουθήσει κανείς μια ταινία (οι τίτλοι που χρησιμοποιούνταν στις ταινίες βωβού κινηματογράφου περιόριζαν αυτόματα το κοινό στο οποίο μπορούσαν να απευθυνθούν).
Μέχρι το 1930 κάθε εβδομάδα 90 εκατ. άνθρωποι παρακολουθούσαν ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το τεράστιο αυτό κοινό δημιουργούσε μεγάλες ευκαιρίες για επιπλέον κέρδη, ωστόσο οι ιδιοκτήτες τους εξακολουθούσαν να είναι διστακτικοί ως προς την καθιέρωση των σνακ μέσα στα θέατρά τους.
Η Μεγάλη Ύφεση ήταν η κατάλληλη «ευκαιρία» τόσο για τον κινηματογράφο όσο και για το… ποπ κορν να ξεκινήσουν την «συνεργασία» τους.
Το κοινό πήγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες, όπου μπορούσε να ψυχαγωγηθεί φτηνά. Το ποπ κορν που στοίχιζε από 5 έως 10 σεντς ήταν μια «πολυτέλεια» που οι περισσότεροι μπορούσαν να αντέξουν. Από την άλλη, μια σακούλα καλαμπόκι αξίας 10 δολαρίων μπορούσε να κρατήσει για χρόνια. Κι αν οι ιδιοκτήτες των αιθουσών δε μπορούσαν να δουν το οικονομικό όφελος που μπορούσαν να αποκομίσουν, οι πλανόδιοι πωλητές δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη: αγόρασαν τις δικές τους αυτόματες μηχανές και άρχισαν να πωλούν ποπ κορν έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Με τον καιρό, καθώς όλο και περισσότεροι πελάτες έμπαιναν στις αίθουσες με τα ποπ κορν στα χέρια, οι ιδιοκτήτες των αιθουσών αντιλήφθηκαν ότι θα μπορούσαν και οι ίδιοι να αποκομίσουν κάποιο όφελος από το διάσημο αυτό σνακ. Έτσι άρχισαν να επιτρέπουν στους πλανόδιους να το πωλούν είτε μέσα στο λόμπι, ή ακριβώς έξω από το θέατρό τους, χρεώνοντάς τους με την ημέρα.
Τελικά, οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να αποκομίσουν μεγαλύτερο όφελος αν το πωλούσαν οι ίδιοι. Πολλοί μάλιστα σώθηκαν χάρη σε αυτήν την αλλαγή από την οικονομική κρίση.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η βιομηχανία του κινηματογράφου άρχισε να βλέπει τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης. «Όσοι όμως άρχισαν να πωλούν ποπ κορν και άλλα σνακ κατάφεραν να επιβιώσουν» εξηγεί ο Smith στο βιβλίο του.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σταθεροποίησε ακόμη περισσότερο αυτό το «γάμο» μεταξύ του ποπ κορν και των κινηματογράφων, καθώς τα «ανταγωνιστικά» σνακ όπως οι καραμέλες και τα αναψυκτικά αντιμετώπιζαν προβλήματα από την έλλειψη ζάχαρης.
Μέχρι το 1945 πάνω από τη μισή ποσότητα ποπ κορν που καταναλωνόταν στις ΗΠΑ, γινόταν μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τα σνακ στα θέατρα και τις κινηματογραφικές αίθουσες άρχισαν ακόμη να διαφημίζονται, όπως ένα σποτ 40 δευτερολέπτων του 1957 που φαίνεται παρακάτω:
Το 2000 η συγκεκριμένη διαφήμιση επιλέχθηκε από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου για να φυλαχθεί στην Εθνική Ταινιοθήκη των ΗΠΑ λόγω της πολιτιστικής και ιστορικής του αξίας.
Οι πωλήσεις μειώθηκαν τη δεκαετία του 1960, κι αυτό γιατί πλέον στα νοικοκυριά είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της η τηλεόραση. Οι άνθρωποι δεν είχαν συνηθίσει να τρώνε ποπ κορν μέσα στο σπίτι τους.
Όμως τότε βρήκε στην αγορά ένα νέο προϊόν… που «έλυνε» τα χέρια των νοικοκυρών.
Δείτε το διαφημιστικό σποτ του… «EZ Pop»:
Τη δεκαετία του 1970 βγήκαν οι φούρνοι μικροκυμάτων και τα νοικοκυριά μπορούσαν απλά με το πάτημα ενός κουμπιού να απολαύσουν το αγαπημένο τους σνακ.
«Το ποπ κορν είναι το πιο φτηνό προϊόν που μπορείς να προσφέρεις και πλέον για πολλούς ανθρώπους αποτελεί κάτι σαν “τελετουργικό” όταν πηγαίνουν στο σινεμά» είπε ο διευθύνων σύμβουλος της iPic Theaters, Hamid Hashemi. «Κανείς δε θα ήθελε να χάσει την “κότα που κάνει τα χρυσά αυγά”» κατέληξε.