Συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από την πρώτη προβολή της κλασικής ιταλικής ταινίας «Ο κλέψας του κλέψαντος» («Ι Soliti Ιgnoti») του αξέχαστου σκηνοθέτη Μάριο Μονιτσέλι, ενός δημιουργού που σκηνοθετεί εδώ την πρώτη comedia all italiana και παράλληλα βάζει το θεμέλιο λίθο της λαϊκής και ποιοτικής τέχνης στον κινηματογράφο. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν ιερά τέρατα της παγκόσμιας υποκριτικής, αλλά και μια σειρά από σπουδαίους καρατερίστες, φιγουράρει ως μία από τις δημοφιλέστερες κωμωδίες στη μακρά παράδοση της Ιταλίας στο είδος και οπωσδήποτε είναι αυτή μαζί με κάποιες άλλες δημιουργίες του Μονιτσέλι και του Ντίνο Ρίζι που ασκούν ακόμη και σήμερα σημαντική επιρροή και διδάσκονται σε όλες τις σοβαρές σχολές κινηματογράφου παγκοσμίως.
Αυτή η γλυκύτατη και συνάμα πικρή κωμωδία θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως μία απολαυστική πινακοθήκη καθημερινών λαϊκών χαρακτήρων, που βιώνουν την οικονομική ισοπέδωση, την περιθωριοποίηση. Χαρακτήρες που αρνούνται τους ετοιμόρροπους ηθικούς κανόνες και προσπαθούν να βγουν από τη μιζέρια και το περιθώριο σχεδιάζοντας ένα μεγάλο γι’ αυτούς κόλπο. Με ένα διαπεραστικό αλλά και διακριτικό λεπτό χιούμορ, οι σπαρταριστές σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ το κωμικό μετατρέπεται με μιας σε δράμα και το αντίθετο.
Με αφορμή τα 60χρονα αυτής της πραγματικά μνημειώδης κωμωδίας, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, αυτού του μεγάλου λαϊκού κινηματογράφου, ας θυμηθούμε δέκα σημαντικά στοιχεία (πολλά από τα οποία είναι άγνωστα) που αφορούν την ταινία, αλλά και συνδέονται με αυτή.
Ο σκηνοθέτης της κωμωδίας αλά ιταλικά
Ο Μάριο Μονιτσέλι γεννήθηκε στη Ρώμη το 1915 και γύρισε την πρώτη από τις πολλές ταινίες του, σε ηλικία μόλις 20 ετών, η οποία προβλήθηκε στο φεστιβάλ της Βενετίας και γνωρίζει την αναγνώριση, που θα τον βάλει στον χώρο του κινηματογράφου. Ο Μονιτσέλι, που έγραψε και πολλά σενάρια, ήταν ιδιοφυής, πραγματικός καλλιτέχνης, ιδεολόγος, ανυπότακτος και θα γράψει τη δική του ιστορία αν και κακώς πέρασε στη σκιά άλλων σημαντικών Ιταλών σκηνοθετών, όπως ο Φελίνι, ο Βισκόντι κλπ. Ταινίες του που πρέπει να δείτε οπωσδήποτε «Ο μεγάλος πόλεμος», «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε» και «Οι εντιμότατοι φίλοι μου». Πέθανε το 2010, ενώ την τελευταία του ταινία τη γύρισε το 2008!
Σενάριο για Όσκαρ
Το σενάριο, που έγραψε ο Μονιτσέλι μαζί με την σπουδαία Τζοβάνα Σέκι ντ’ Αμίκο («Κλέφτης ποδηλάτων»), άξιζε ένα Όσκαρ. Αν και η ταινία προτάθηκε για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, έχασε από μία γαλλική παραγωγή που δεν θυμάται σήμερα κανένας. Η ιδέα του σεναρίου προέρχεται από ένα διήγημα του Ίταλο Καλβίνο, το «Ληστεία του ζαχαροπλαστείου». Η υπόθεση αφορά μία παρέα από πέντε φτωχοδιάβολους, απερίγραπτους και ετερόκλητους χαρακτήρες, που υπό την καθοδήγηση ενός βετεράνου διαρρήκτη, προσπαθούν να κλέψουν ένα χρηματοκιβώτιο από ένα ενεχυροδανειστήριο και να δραπετεύσουν από τη Ρώμη της φτώχειας και των ανεκπλήρωτων ονείρων.
Υπόκρουση τζαζ
Η μουσική της ταινίας ανατέθηκε στον Πιέρο Ουμιλιάνι, που κάνει εδώ το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Ο συνθέτης γράφει μουσική τζαζ, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά σε ιταλική ταινία. Η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι του Τζιάνι ντι Βενάντο, ενώ η παραγωγή είναι το Φράνκο Κριστάλντι.
Αθάνατη ατάκα
Οι σκηνές που μπορεί να μνημονεύσει κάποιος είναι πολλές κι ακόμη περισσότερες οι ατάκες που «γράφουν» στο πανί. Αναγκαστικά θα σταθούμε σε μία σκηνή και ίσως στην καλύτερη ατάκα της ταινίας: Όταν ρωτάται κάποιος από τη γειτονιά, που διαδραματίζεται το στόρι, αν ξέρει έναν Μάριο, εκείνος απαντά «ξέρω εκατό Μάριο». «Ο Μάριο που θέλω είναι κλέφτης», επιμένει κι ο άλλος τον αποτελειώνει λέγοντάς του «πάλι εκατό ξέρω».
Μια αιώνια διαφορετική πόλη
Το ενεχυροδανειστήριο που θέλουν να κλέψουν νομίζεις ότι είναι σε υποβαθμισμένη περιοχή της Ρώμης, στην φανταστική περιοχή Via delle Madonne, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται στη γωνία via della Cordonata και Via delle Tre Cannelle (κοντά στην Piazza Venezia. Επίσης, πολλές σκηνές γυρίστηκαν στη θρυλική Cinecitta.
Ο πρίγκιπας του γέλιου
Ο Τοτό (1898- 1967), σίγουρα ο μεγαλύτερος κωμικός της Ιταλίας και ένας από τους σημαντικότερους σε όλο τον κόσμο, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με Τσάπλιν και Μπάστερ Κίτον, έκανε σχολή στην πολύχρονη σταδιοδρομία του, κυρίως με την υπερκινητικότητα του προσώπου του. Εδώ κρατά ένα σχετικά μικρό ρόλο, αλλά είναι και πάλι απολαυστικός δίνοντας περιφρονητικά τις οδηγίες του στους υποψήφιους κλέφτες, φορώντας μία ρόμπα. Φυσικά, ο «πρίγκιπας του γέλιου», όπως ήταν γνωστός στην Ιταλία, είχε γεννηθεί στη μεγαλύτερη σχολή ηθοποιίας, κατά τον Βιτόριο Γκασμαν, στη Νάπολη.
Ο Βιτόριο, ο Μαρτσέλο και η Κλαούντια
Ο Γκάσμαν, ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς παγκοσμίως, άφησε μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά με τις ερμηνείες του. Παρότι μεγάλο αστέρι της εποχής, οι παραγωγοί της ταινίας δεν τον ήθελαν διότι είχε καθιερωθεί ως δραματικός ηθοποιός. Ο Μονιτσέλι δεν έκανε πίσω και δικαιώθηκε απολύτως, δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής του. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, δίνει τα ρέστα του και κάνει ίσως την πρώτη του τεράστια επιτυχία, πριν από τη συνεργασία του με το Φελίνι, ενώ η Κλαούντια Καρντινάλε στην πρώτη της ουσιαστικά εμφάνιση είναι πανέμορφη και δείχνει ότι η λεωφόρος της δόξας είναι μπροστά της. Ακόμη παίζουν και «γράφουν» με τις ερμηνείες τους ο γνωστός και πολύ καλός Ρενάτο Σαλβατόρι, ο Τιμπέριο Μούρτζια, που συνήθως έκανε τον Σικελό, αν και απ τη Σαρδηνία και ο Κάρλο Πιζακάνε, που συνήθως έκανε το γεροντάκι – ένας ηθοποιός που δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα για να γελάσεις μαζί του (αξίζει να τον δείτε μαζί με τον Γκάσμαν στο περίφημο «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε»).
Ο τίτλος αλά ελληνικά
Ο ιταλικός τίτλος «Οι συνήθεις άγνωστοι» στην Ελλάδα έγινε από τους υπεύθυνους των εταιριών διανομής «Ο κλέψας του κλέψαντος», αλλοιώνοντας για μια ακόμη φορά το νόημα του τίτλου. Ωστόσο, αυτή η έμπνευση των ιθυνόντων στην Ελλάδα έδωσε μία διαχρονική ατάκα στους Έλληνες κι έναν από τους πλέον πετυχημένους τίτλους στις εφημερίδες, για όσα συμβαίνουν κατά καιρούς στην ελληνική πραγματικότητα.
Μια σπουδαία γενιά
Η μεταπολεμική γενιά σκηνοθετών στην Ιταλία έγραψε πραγματικά μία μοναδική ιστορία στον παγκόσμιο κινηματογράφο, κάτι που φαίνεται σχεδόν αδύνατο να επαναληφθεί. Μαζί με τον Μονιτσέλι, υπάρχει ο επίσης εκπληκτικός Ντίνο Ρίζι, ο Βιτόριο ντε Σίκα, με τον «Κλέφτη Ποδηλάτων» του, αλλά και τις άλλες ταινίες του. Ο κατάλογος με τους σπουδαίους κινηματογραφιστές τεράστιος. Μερικοί απ’ αυτούς οι Βισκόντι, Φελίνι, Ροσελίνι, Κομεντσίνι, Αντονιόνι, Παζολίνι, Μπερτολούτσι, Σκόλα, Φερέρι, Ρόζι, Βερντμίλερ και οι αδελφοί Ταβιάνι.
Το «ιταλικό θαύμα»
Το 1958, χρονιά που προβλήθηκε η ταινία, η Ιταλία έβγαινε για τα καλά από τις συνέπειες ενός χαμένου πολέμου και κυρίως μιας γενιάς που μεγάλωσε με τα φασιστικά ιδεώδη του Μουσολίνι.
Ήδη, η χώρα είχε μπει στο δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και όλοι μιλούσαν για το «ιταλικό θαύμα», ενώ ταυτόχρονα όλοι έψαχναν το «made in Italy». Η FIAT είχε βγάλει το 500αράκι της και έδειχνε ότι τα αυτοκίνητά της θα μπουν με ορμή σε όλους τους δρόμους της Ευρώπης. Πρωθυπουργός για μία ακόμη φορά – από τις συνολικά πέντε φορές που βρέθηκε στην πρωθυπουργία – ο Αμιντόρε Φανφάνι, από τους κορυφαίους της χριστιανοδημοκρατίας στην Ιταλία, για την οποία προτιμούσε να παρουσιάζεται ως μία χαρούμενη χώρα, μία παγκόσμια οικονομική δύναμη.