Με την άφιξη αρκετών προσωπικοτήτων του διεθνούς κινηματογραφικού χώρου και με την προβολή μερικών εξαιρετικών ταινιών από το πρώτο κιόλας διήμερο, ξεκίνησε το 68ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας. Πρώτος και καλύτερος ο Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζορτζ Κλούνι, που έφτασε στο Λίντο, μαζί με τους πρωταγωνιστές του, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Πολ Τζαμάτι, Εβαν Ρέιτσελ Γουντ και Μαρίζα Τομέι.
Στο Λίντο από προχθές, εκτός από τον Κλούνι και την ομάδα του, βρίσκονται αρκετές προσωπικότητες του διεθνούς κινηματογράφου, ανάμεσά τους και οι: Μαντόνα, Μόνικα Μπελούτσι, Κέιτ Γουίνσλετ, Τζόναθαν Ντέμι, Αμπι Κόρνις, Κρίστοφερ Γουόλτζ, ενώ αναμένονται οι Ρόμαν Πολάνσκι, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Αλ Πατσίνο, Τζουντ Λο, Ματ Ντέιμον, Μαριόν Κοτιγιάρ, κ.ά.
«Δεν ξέρω πώς θα αντιμετωπίσουν οι Δημοκρατικοί ή οι Ρεπουμπλικάνοι την ταινία μου», ανάφερε ο Τζορτζ Κλούνι, στη συνέντευξη Τύπου μετά την προβολή της ταινίας του, «γιατί εσείς είστε οι πρώτοι που την είδατε». Για τον διάσημο ηθοποιό-σκηνοθέτη, η ταινία παρουσιάζει «τον κυνισμό που κυριαρχεί στην πολιτική σήμερα, αν και ελπίζω, πως υπάρχει κάποια ελπίδα τα πράματα ν’ αλλάξουν. Γιατί παλιότερα, στη δεκαετία του ΄70, ο κινηματογράφος ασχολείτο με το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την τύχη των γυναικών και του γυναικείου κινήματος, οι ταινίες έθεταν ερωτήματα».
Η ταινία, την οποία έγραψε, σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνιστεί ο Κλούνι αναφέρεται στα βρόμικα παρασκήνια και τις ίντριγκες των πολιτικών και των γύρω απ? αυτούς, με αφορμή την επιλογή του εκπροσώπου των Δημοκρατικών για το χρίσμα του υποψήφιου Προέδρου των ΗΠΑ στις επόμενες εκλογές.
Με βάση το γνωστό θεατρικό έργο του Μπο Γουίλιμον, ο Κλούνι παρουσιάζει, με μια άμεση, που ψάχνει για τη λεπτομέρεια αλλά και πάει πίσω από τα φαινόμενα, σκηνοθεσία, που ήδη γνωρίσαμε στην προηγούμενη ταινία του (“Καληνύχτα και καλή τύχη”), τις υποχωρήσεις, τα βολέματα, αλλά και την προδοσία και την προσπάθεια εκδίκησης, στην οποία μπλέκει ο νέος, ιδεαλιστής, υπεύθυνος Τύπου νέος (Ράιαν Γκόσλινγκ), που έχει αναλάβει την προεκλογική καμπάνια του Δημοκρατικού υποψηφίου (Τζορτζ Κλούνι).
Για την ταινία του «Μακελειό», που προβλήθηκε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα της Μόστρας, ο Ρόμαν Πολάνσκι («Ο αόρατος δολοφόνος») στράφηκε στο θεατρικό έργο της Γιασμίνα Ρεζά, «Ο Θεός του μακελειού». Στην ταινία δυο ζευγάρια νεοϋορκέζων αποφασίζουν να συναντηθούν στο σπίτι του ενός για να συζητήσουν τον καβγά ανάμεσα στα δυο αγόρια τους, μαθητές στο ίδιο σχολείο, που είχε ως αποτέλεσμα, το ένα παιδί να χτυπήσει το άλλο με ένα ξύλο και να του καταστρέψει το πρόσωπο. Η συνάντηση αρχίζει ήρεμα και ευγενικά (κάτω όμως από μια ψεύτικη ευγένεια) για να μετατραπεί, σύντομα, σε προσβολές, ειρωνεία και βρισίματα που, για μια στιγμή, κινδυνεύουν να έχουν χειρότερη κατάληξη από εκείνη των παιδιών τους.
Ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε με νεύρο την ταινία, αφήνοντας τη δύναμη του έργου να βγει μέσα από τους (πρέπει να πω εξαιρετικούς) διαλόγους και το ακόμη πιο εξαιρετικό παίξιμο της τετράδας των ηθοποιών του. Των Τζόντι Φόστερ και Τζον Σ.Ράιλι στο ρόλο του ενός ζευγαριού και των Κέιτ Γουίνσλετ και Κρίστοφερ Γουόλτζ στο ρόλο του ζευγαριού που τους επισκέπτεται στο διαμέρισμά τους. Μια αρκετά δυνατή ταινία που αξίζει να κερδίσει το βραβείο ερμηνείας για τους τέσσερις πρωταγωνιστές της.
Αντίθετα, η ταινία «W.E.», που σκηνοθέτησε η Μαντόνα απογοήτευσε. Η ταινία παρουσιάζει τον έρωτα ανάμεσα στη χωρισμένη δυο φορές Αμερικανίδα κυρία Σίμπσον και τον βασιλιά Εδουάρδο που ο γάμος τους τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Ένας έρωτας ρομαντικός για τη Μαντόνα, που τον έδωσε με εντελώς επιφανειακό τρόπο, χωρίς καμιά εμβάθυνση στους δυο χαρακτήρες και χωρίς να πείθει το θεατή τι ήταν εκείνο που βρήκε ο Εδουάρδος στην κυρία Σίμπσον και τον έκανε να την ερωτευτεί τόσο τρελά. Στα πλην της ταινίας και οι πολύ μέτριες ερμηνείες.
Στις καλές ταινίες η γαλλοκινέζικη παραγωγή «Ερωτας και μώλωπες» του Λου Γε, που αναφέρεται στον παθιασμένο έρωτα ανάμεσα σε μια νεαρή Κινέζα δασκάλα (που βρίσκεται για ένα διάστημα στο Παρίσι) κι ένα νεαρό Γάλλο εργάτη. Έρωτα που ο Γε (σε απαγόρευση να γυρίσει στην Κίνα για πέντε χρόνια) δίνει με τόλμη και εξαιρετικές εικαστικά εικόνες που θυμίζουν την άλλη θαυμάσια ταινία του, «Καλοκαιρινό παλάτι».