Ο πιο θρυλικός Βάρβαρος όλων των εποχών επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη. Το είδος της αμείλικτης κι αιματηρής περιπέτειας, που υπόσχεται η επιστροφή του «Conan», συνδυάζεται επιτυχώς με τις πλέον σύγχρονες τεχνικές κινηματογράφησης και με την τελευταία λέξη της 3D τεχνολογίας, προσφέροντας ένα μοναδικό υπερθέαμα.
Μια αποστολή που ξεκινά ως προσωπική βεντέτα για τον Κόναν, εξελίσσεται σε επική μάχη ενάντια σε θανάσιμους αντίπαλους και τρομακτικά τέρατα, όταν αντιλαμβάνεται πως είναι η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία της Hyboria από το βασίλειο ενός υπερφυσικού κακού.
Με την έξοδο του «Κόναν ο Βάρβαρος», ο πιο διάσημος βάρβαρος του κόσμου επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη, συνεχίζοντας την κληρονομιά της ποπ κουλτούρας που καλύπτει σχεδόν οκτώ δεκαετίες κι έχει αποτελέσει έμπνευση για γενιές καλλιτεχνών από τον κόσμο της φαντασίας, των κόμικ, των video games, του animation, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Η πρώτη του εμφάνιση έγινε το 1932 με μια σειρά μικρών ιστοριών από τον συγγραφέα pulp fiction Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ.
Ο Κόναν βοήθησε στην καθιέρωση του είδους, που είναι γνωστό ως σπαθί και μαγεία, έχοντας προηγηθεί της δουλειάς του μαέστρου της φαντασίας Τόλκιεν κατά είκοσι χρόνια.
Από τότε μέχρι σήμερα, έχει καθηλώσει τη φαντασία του κοινού ως μια ιδεατή εικόνα αχαλίνωτης αρρενωπότητας, ένας σκληρός και αδιατάρακτος ήρωας χωρίς συμμάχους, με την ικανότητα να ξεπερνά απίστευτα εμπόδια με κτηνώδη δύναμη και μοναδικές μαχητική επιδεξιότητα.
«Νομίζω πως αυτό που λατρεύουν όλοι στον Κόναν είναι πως δεν συμμορφώνεται» λέει ο σκηνοθέτης Μάρκους Νίσπελ. «Δεν είναι πολιτικά ορθός. Δε ζει με γνώμονα τον ηθικό κώδικα κανενός. Είναι ένας βάρβαρος που δεν εξαρτάται από κανέναν, παρά μόνο από τον εαυτό του».
Αν και καμία ταινία γύρω από τον Κόναν δεν μπορεί να αγνοήσει την πρωτότυπη ταινία του Τζον Μιλιούς το 1982, ο Νίσπελ και οι παραγωγοί Ντάνι Λέρνερ και Λες Ουέλντον βλέπουν την ταινία εκείνη ως ένα μικρό μόνο μέρος από ένα πολύ μεγαλύτερο σύμπαν, το οποίο δεν έχει σταματήσει να αναπτύσσεται τις δεκαετίες που έχουν περάσει από τη γέννηση του θρυλικού ήρωα.
«Δεν προσεγγίζουμε την νέα ταινία ως μια ταινία βασισμένη σε προηγούμενη ενσάρκωση του χαρακτήρα» εξηγεί ο Λέρνερ. «Την προσεγγίζουμε ως μια ταινία βασισμένη σε μια ολόκληρη κουλτούρα».
Τον Δεκέμβριο του 2009, οι δημιουργοί της ταινίας διεξήγαγαν ακροάσεις για περισσότερο από ένα μήνα, όταν η casting director Κέλι Μπάρντερ πρότεινε τον Τζέισον Μόμοα, ο οποίος ήταν σε γυρίσματα για την τηλεοπτική σειρά «Game of Thrones» του HBO.
«Όταν συναντήσαμε τον Τζέισον, είδαμε σ’ αυτόν όλα όσα ελπίζαμε πως θα ήταν ο Κόναν», θυμάται ο παραγωγός Λες Ουέλντον.
«Έχει αυτόν τον επιβλητικό σωματότυπο. Την αυτοπεποίθηση. Υπάρχει επίσης η αίσθηση της αχαλίνωτης ενέργειας πάνω του, που είναι απαραίτητη για τον χαρακτήρα. Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν ηθοποιό με τον οποίο να έχω δουλέψει ή να έχω δει στην οθόνη, που να μπορεί να ταιριάξει στο ρόλο αυτό όπως ταιριάζει ο Τζέισον. Είναι ένας φυσικός αθλητής. Έχει την επιθετικότητα, τη δύναμη και την ενέργεια που χρειάζονται. Όταν κάθεσαι να διαβάσεις τις περιγραφές του Κόναν από τον Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ, ανακαλύπτεις πως είναι ακριβείς περιγραφές του Τζέισον».
Ο Μόμοα ήταν μόνο έξι ετών όταν βγήκε στις αίθουσες η ταινία του Μιλιούς, αλλά θυμάται να βλέπει τις εικόνες του Κόναν από τον οραματιστή δημιουργό κόμικ Φρανκ Φραζέτα, του οποίου το σκοτεινά αισθησιακό ύφος καθόρισε το σύμπαν του Κόναν στα κόμικ, αλλά κι ολόκληρο το είδος του σπαθί-και-μαγεία.
«Όταν βλέπεις τα σκίτσα αυτά, είναι σαν να σου μιλάνε» λέει ο Μόμοα. «Ο στόχος μας ήταν να απεικονίσουμε τον ήρωα που βρίσκεται στις εικόνες του Φραζέτα. Αυτός ήταν ο σκοπός μας».
Ο Νίσπελ κι ο σχεδιαστής παραγωγής Κρις Όγκουστ συμφώνησαν πως η ταινία θα πρέπει να μοιάζει με ένα χαμένο κομμάτι της Ιστορίας, ένα έπος για αληθινούς ανθρώπους σε μια πραγματική αρχαιότητα. «Αποφασίσαμε πως το περιβάλλον θα ήταν ένα τεράστιο κομμάτι της ταινίας και πως θα έπρεπε να έχει μια βρώμικη, άγρια αίσθηση» εξηγεί ο Όγκουστ. «Μαγικό, αλλά με ένα πιο κτηνώδη τρόπο».
Η βασισμένη-στην-πραγματικότητα προσέγγιση που πρότεινε ο Νίσπελ ταίριαξε απόλυτα με το σχέδιο των Λέρνερ και Ουέλντον για να πραγματοποιηθούν τα γυρίσματα της ταινίας στα Nu Boyana Studios και σε περιοχές της Βουλγαρίας.
Ο Νίσπελ και ο Όγκοστ βρήκαν όλα όσα έψαχναν κατά τη διάρκεια μιας εκτεταμένης αναζήτησης τοποθεσιών κατά μήκος της χώρας. «Η Βουλγαρία έχει συγκλονιστικά τοπία και μια μακρά πολιτιστική Ιστορία, που ήταν τέλεια για το project αυτό. Ενώ περπατούσαμε κατά μήκος ενός ποταμού, κάποιος θα έδειχνε ψηλά κι εκεί έβλεπες σπηλιές που είχαν δημιουργήσει μοναχοί στους λόφους. Έμοιαζε πραγματικά με τον κόσμο του Κόναν, άγριος κι απρόσιτος, αλλά ταυτόχρονα συγκλονιστικά όμορφος» δηλώνει ο Όγκοστ.
«Πουθενά δεν είναι τόσο επικρατών ο μεσαίωνας όσο στη Βουλγαρία» ομολογεί ο Νίσπελ. «Γιατί να φτιάξεις ψεύτικα φηφιακά σκηνικά όταν υπάρχει ένα τεράστιο σπήλαιο (Prohodna Cave στο Λιούκοβιτ) ή ένα προϊστορικό δάσος (Pobiti Kamani, Βάρνα, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα) ακριβώς μπροστά σου;».
Καθώς ο προγραμματισμός της παραγωγής άρχισε να σχηματίζεται, ο Μόμοα ξεκίνησε ένα εντατικό πρόγραμμα προπόνησης, περνώντας έξι ώρας τη μέρα – για ενάμιση μήνα – με την ομάδα σχεδιασμού δράσης 87eleven, πριν ταξιδέψει στη Βουλγαρία.
Η δουλειά της μέρας τελείωνε με βάρη, με προπονητή τον Έρικ Λασίστ, βοηθώντας τον ηθοποιό να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο μυϊκό όγκο πριν αρχίσουν να τραβάνε οι κάμερες.
Την Ταμάρα, την δυναμική και πανέμορφη συνεργάτιδα του Κόναν, υποδύεται η Ρέιτσελ Νίκολς. «Η Ταμάρα είναι έξυπνη και δυνατή. Όταν έχει να επιλέξει ανάμεσα στην μάχη και τη φυγή, πάντα επιλέγει την μάχη. Είναι το θηλυκό πανομοιότυπο του Κόναν και τον αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις» λέει η Νίκολς.
Ο Στίβεν Λανγκ περιγράφει το ρόλο του Κάλαρ Ζιμ – ο μεγαλύτερος εχθρός του Κόναν και δολοφόνος του πατέρα του – ως ο «πιο μοχθηρός πολέμαρχος σε όλη την Hyboria».
Οι περισσότερες σκηνές του Κάλαρ με τον Κόναν έχουν να κάνουν με κάποιο είδος μάχης, οπότε ο Λανγκ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερού του χρόνου στη Βουλγαρία κάνοντας γυμναστική και προπόνηση με την ομάδα των επικίνδυνων σκηνών.
Την Μαρίκ, κόρη του Κάλαρ Ζιμ, υποδύεται η Ρόουζ ΜακΓκόουαν. «Η Μαρίκ είναι κατά το ήμισυ μάγισσα και κατά το ήμισυ άνθρωπος» εξηγεί η ΜακΓκόουαν. «Είναι σατανική αλλά σκοπός της είναι να κερδίσει την αγάπη του πατέρα της. Η σχέση τους με συναρπάζει. Αποφάσισα πως η Μαρίκ δε θα ήταν όπως όλοι οι υπόλοιποι που κρατούν ένα σπαθί. Ήθελα να είναι περισσότερο σαν κόμπρα. Παρασύρει το θύμα της και στην συνέχεια χτυπάει».
Τα γυρίσματα της ταινίας «Κόναν ο Βάρβαρος» διήρκησαν 12 εβδομάδες κι έλαβαν χώρα σε περιοχές κατά μήκος της Βουλγαρίας, καθώς και στα διάφορα σκηνικά των Nu Boyana Studios.
Ο Κρις Όγκουστ και ένα συνεργείο που μερικές φορές έφτανε τον αριθμό των 400 ατόμων, κατασκεύασαν 60 περίπου διαφορετικά σκηνικά. Το συνολικό κόστος της ταινίας έφτασε τα 90 εκατ. δολάρια.
Αν κι έχουν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια από την τελευταία εμφάνιση του Κόναν στην μεγάλη οθόνη, ο Νίσπελ πιστεύει πως αυτή είναι μια ιδανική στιγμή για να επισκεφθούμε ξανά το θρυλικό ήρωα.
«Ζούμε σε έναν τεχνητό κόσμο. Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μας μπροστά στους υπολογιστές, δανειζόμαστε γνώση, δανειζόμαστε αληθινές εμπειρίες. Ο Κόναν σε ταξιδεύει σε έναν κόσμο όπου μπορείς ακόμα να βρεις χώμα κάτω από τα νύχια σου κι όπου δε χρειάζεται να πάρεις άδεια από κανέναν. Αντιμετωπίζεις τα πράγματα με έναν πρωτόγονο τρόπο».