Μια τρυφερή ιστορία αγάπης, μαγευτική μέσα στην απόλυτη απλότητα και αυθεντικότητά της, έρχεται σύντομα στους ελληνικούς κινηηματογράφους. Ο λόγος για την «Ηλιαχτίδα μου» την ταινία του νέου κύματος νέο κύμα του ιαπωνικού σινεμά, δια χειρός ενός από τα πιο αξιοσημείωτα ταλέντα του ασιατικού σινεμά, του Χιρόσι Οκουγιάμα.

Η υπόθεση:

Σε ένα νησί της Ιαπωνίας, η νωχελική ζωή περιστρέφεται γύρω από την αλλαγή των εποχών. Ο ερχομός του χειμώνα σημαίνει ότι ήρθε η ώρα για χόκεϊ επί πάγου στο σχολείο, αλλά ο μικρός Τακούγια δεν ενθουσιάζεται καθόλου με αυτήν την ιδέα. Το πραγματικό του ενδιαφέρον εστιάζεται στη Σακούρα, ένα ανερχόμενο αστέρι του καλλιτεχνικού πατινάζ από το Τόκιο, η οποία τον μαγεύει με τις ικανότητές της στον πάγο.

Ο προπονητής και πρώην πρωταθλητής Αρακάουα προσέχει το ταλέντο του Τακούγια και αποφασίζει να τον προπονήσει μαζί με τη Σακούρα για έναν επερχόμενο διαγωνισμό πατινάζ. Καθώς ο χειμώνας επιμένει, οι τρεις αυτοί χαρακτήρες θα δεθούν με μια δυνατή, αβίαστη, αρμονική φιλία. Όμως, κάποια στιγμή το χιόνι θα λιώσει, τα πράγματα θα πάρουν μια αναπάντεχη τροπή και η φιλία τους θα απειληθεί.

Ο μόλις 28 ετών σκηνοθέτης Χιρόσι Οκουγιάμα, ο οποίος κέρδισε σε ηλικία 22 ετών (!) το βραβείο New Directors του Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν με το ντεμπούτο του, «Jesus», επιστρέφει με μια ιστορία ενηλικίωσης-πραγματικό κομψοτέχνημα για να επιβεβαιώσει το στάτους του ως ενός από τα πιο αξιοσημείωτα νέα ταλέντα του ασιατικού σινεμά.

Εκτελώντας χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ, ο Οκουγιάμα συνθέτει μια χαμηλών τόνων, αλλά τελικά μεγάλων συναισθημάτων ιστορία για τρεις χαρακτήρες που βρίσκουν παρηγοριά και συντροφικότητα ο ένας στον άλλο και μοιράζονται έναν όμορφο «χορό», προτού έρθουν αντιμέτωποι με τον υπόλοιπο κόσμο και την ασχήμια που μπορεί αυτός να φέρει.

Χάρη στην εξαιρετικής ομορφιάς φωτογραφία, τον ιδιαίτερο ποιητικό ρυθμό της ιστορίας και τη γοητευτική απλότητα των ερμηνειών, η ταινία δίνει την αίσθηση ανάμνησης – μιας ανάμνησης για το πόσο βαθιά τα αισθανόμαστε όλα στα πρώτα μας βήματα προς την ενήλικη ζωή, πόσο σκληρό είναι να θες να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι, αλλά και ότι δεν ενηλικιωνόμαστε μονομιάς, αλλά πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας.

Ο σκηνοθέτης Χιρόσι Οκουγιάμα μιλά για την ταινία

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το «My Sunshine»;

Πάντα έλεγα στον εαυτό μου ότι μια μέρα θα κάνω μια ταινία για το καλλιτεχνικό πατινάζ, αφού είναι κάτι που αγαπώ από παιδί. Όμως, κάθε φορά που προσπαθούσα να το σκεφτώ περισσότερο, δεν τα κατάφερνα: χρειάστηκε να αποδεχτώ ότι οι αναμνήσεις από μόνες τους δεν είναι αρκετές για να φτιάξεις μια ταινία. Τότε ανακάλυψα το τραγούδι «My Sunshine» των Humbert Humbert – ακούγοντάς το καθημερινά, η ιστορία άρχισε να παίρνει μορφή. Ταυτόχρονα, γνώρισα τον Σόσουκε Ικεμάτσου και πείστηκα ότι αν μπορούσα να μεταφράσω τη γοητεία του στην οθόνη, θα μπορούσα να κάνω την ταινία που ήθελα.

Το «Jesus», η πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία, είναι εμπνευσμένη από την παιδική σας ηλικία. Ισχύει αυτό και για το «Η Ηλιαχτίδα μου»;

Το «Η Ηλιαχτίδα μου» επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από πραγματικές εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας. Πρώτον, το καλλιτεχνικό πατινάζ, με το οποίο ασχολήθηκα στο δημοτικό. Έκανα πατινάζ επειδή έκανε η μεγαλύτερη αδελφή μου, η οποία προσπαθούσε να γίνει επαγγελματίας αθλήτρια, αλλά παραδόξως ποτέ δεν το ένιωσα σαν βάρος αυτό. Θυμάμαι να κοιτάζω κορίτσια που έκαναν εξαιρετικό πατινάζ, ακριβώς όπως ο Τακούγια στην ταινία, και να σκέφτομαι ότι θα ήθελα να χορέψω όπως εκείνα.

Μια άλλη δική μου εμπειρία με οδήγησε να φανταστώ τον πρωταγωνιστή με τραυλισμό: στην παιδική μου ηλικία υπέφερα από ένα τικ που με έκανε να καθαρίζω ακούσια το λαιμό μου. Θυμάμαι τόσο πολύ να εύχομαι οι συμμαθητές μου να με αφήσουν ήσυχο, αντί να με μιμούνται ή να μου δίνουν περίεργα παρατσούκλια, που ήθελα ο Τακούγια στην ταινία να έχει έναν καλύτερο φίλο που δεν αναφέρει ποτέ τον τραυλισμό του και δεν το κάνει θέμα.

Με αυτή την έννοια, η ταινία όντως αντικατοπτρίζει και τις δικές μου εμπειρίες ζωής. Ωστόσο, αυτές οι επιρροές αφορούν μόνο το πλαίσιο της ταινίας – το ίδιο το σενάριο δεν βασίζεται σε πραγματικές εμπειρίες, σε αντίθεση με την προηγούμενη ταινία μου, «Jesus». Όλα όσα βιώνει ο Τακούγια, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι προϊόν της φαντασίας μου.

Στο σινεμά, ο αθλητισμός συμβολίζει συχνά μια ενίοτε «βίαιη» προσωπική εξέλιξη: η μάχη ενάντια στον εαυτό μας, ο σωματικός πόνος, ο ανταγωνισμός ή η ήττα… Εσείς όμως φαίνεται να θέλετε να τονίσετε την ευγένεια της μάθησης. Γιατί επιλέξατε το πατινάζ για να το απεικονίσετε αυτό;

Ήθελα να αποφύγω να αφηγηθώ μια κλισέ πλοκή «αθλητικών» ταινιών. Στην ταινία μου, σχηματίζεται ένα μυστηριώδες τρίγωνο, το οποίο σταδιακά εξελίσσεται σε ένα αρμονικό τρίγωνο. Στη συνέχεια, καθώς το χιόνι λιώνει, το περίγραμμα του τριγώνου διαλύεται κι αυτό. Η απεικόνιση της ανθρώπινης φύσης με αυτόν τον τρόπο, με την ιστορία αυτών των τριών χαρακτήρων -ενός αγοριού, ενός κοριτσιού και του αφοσιωμένου προπονητή τους- μου φάνηκε ο καλύτερος τρόπος για να απεικονίσω αυτή την «αρμονία».

Όμως η επιλογή του καλλιτεχνικού πατινάζ παρουσίασε αρκετές δυσκολίες. Υπήρχαν πολύ λίγα παγοδρόμια που μπορούσαμε να νοικιάσουμε για τα γυρίσματα σε προσιτή τιμή. Και ακόμη και όταν μπορούσαμε να τα νοικιάσουμε, έπρεπε να σχεδιάσουμε τον πλήρη επαναφωτισμό του σκηνικού με προβολείς, επειδή τα φώτα των παγοδρομίων έριχναν ένα πολύ «επίπεδο» φως. Επιπλέον, πρόκειται για ένα άθλημα στο οποίο είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε κασκαντέρ αντί των ηθοποιών, οπότε ο μόνος τρόπος ήταν να βρούμε ηθοποιούς που μπορούσαν όντως να κάνουν πατινάζ ή να ζητήσουμε από τους ηθοποιούς να κάνουν σκληρή προπόνηση και να μάθουν. Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι αν ένα άθλημα δεν έχει εμφανιστεί πολύ στο σινεμά, συνήθως υπάρχει λόγος!

Πώς επιλέξατε τους νέους ηθοποιούς και πώς τους σκηνοθετήσατε;

Για τους ρόλους του Τακούγια και της Σακούρα, επέλεξα νέους που μπορούσαν να κάνουν πατινάζ. Καθώς δεν είχαν καμία εμπειρία ως ηθοποιοί, δεν τους έδωσα το σενάριο. Όλες οι ατάκες τούς υπαγορεύτηκαν στο πλατό, χωρίς να τις αποστηθίσουν εκ των προτέρων. Ήθελα να ‘ζήσουν’ τις σκηνές που γυρίζαμε σαν να ήταν αληθινά γεγονότα, να τις ερμηνεύσουν ελεύθερα σαν αυτό που συνέβαινε στο πλατό να ήταν η πραγματική ζωή. Δεδομένου ότι ήταν αδύνατον να απομνημονεύσουν όλες τις ατάκες που τους υπαγορεύτηκαν επί τόπου, τις προσάρμοσαν στα δικά τους μέτρα με τρόπο πιο ρευστό και φυσικό. Ήξερα ότι αυτό θα έκανε τις ερμηνείες τους πιο ρεαλιστικές.

Όσον αφορά το κάστινγκ, η επιλογή των ηθοποιών εξαρτήθηκε προφανώς από αυτό το κρίσιμο κριτήριο: να ξέρουν να κάνουν πατινάζ. Ευτυχώς, βρήκα αμέσως τον Κεϊτάτσου Κοσιγιάμα, ο οποίος υποδύεται τον Τακούγια. Ήρθε στο γραφείο κάστινγκ, είχε ιδιοσυγκρασία παρόμοια με του Τακούγια και ήταν επίσης έμπειρος πατινέρ.

Από την άλλη, η εύρεση της Σακούρα ήταν γεμάτη δυσκολίες: καταλήξαμε να βάλουμε μέχρι και φυλλάδια σε όλα τα παγοδρόμια της Ιαπωνίας μήπως τη βρούμε έτσι! Και τελικά, η Κιάρα Νακανίσι, η οποία όχι μόνο μπορούσε να κάνει πατινάζ αλλά είχε και εμπειρία στον χορό στον πάγο και ταίριαζε στον χαρακτήρα, είδε ένα από αυτά τα φυλλάδια και πέρασε από οντισιόν για τον ρόλο.

Ο χαρακτήρας του προπονητή Αρακάουα δεν είναι ποτέ μια σκληρή φιγούρα εξουσίας. Τι προσφέρει αυτός ο χαρακτήρας στην ιστορία και γιατί επιλέξατε τον Σόσουκε Ικεμάτσου για να τον υποδυθεί;

Γιατί ο χαρακτήρας του προπονητή Αρακάουα δεν είναι αυστηρός; Πολύ απλά επειδή ο προπονητής με τον οποίο έμαθα να κάνω πατινάζ ως παιδί ήταν πολύ ευγενικός και ήπιος. Ήταν πιο εύκολο για μένα να παραμείνω πιστός στην εικόνα του προπονητή που γνώριζα. Ταυτόχρονα, ο προπονητής Αρακάουα είναι ένας χαρακτήρας που έγραψα για τον Σόσουκε Ικεμάτσου, οπότε κατέληξα φυσικά σε αυτόν τον ευγενικό και συμπονετικό άνθρωπο, ο οποίος κουβαλάει έναν αέρα παραίτησης από τη ζωή, σε συνδυασμό με το αίσθημα της απόρριψης από την κοινωνία. Θυμάμαι πολύ καλά τη στιγμή που κατάλαβα ότι ήθελα να συνεργαστώ με τον Ικεμάτσου: συνέβη όταν τον κινηματογράφησα στο πλαίσιο ενός διαφημιστικού ντοκιμαντέρ για τη μάρκα Hermès. Βλέποντάς τον να μιλάει ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του ή να ξεγλιστρά μόνος του για λίγο για να καπνίσει ένα τσιγάρο, ήθελα απεγνωσμένα να κάνω μια ταινία μαζί του.

Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες είναι άγνωστοι μεταξύ τους και, για διάφορους λόγους, βρίσκονται στο περιθώριο των κοινωνικών προσδοκιών. Μαζί όμως βιώνουν κάτι το διαφορετικό. Πώς φανταστήκατε το πώς ισορροπούν ο ένας με τον άλλον, το πώς αλληλοσυμπληρώνονται;

Είναι άγνωστοι μεταξύ τους, αλλά όλοι τους αισθάνονται μοναξιά. Και νομίζω ότι η έλξη που τους φέρνει κοντά προκύπτει επειδή υποσυνείδητα αισθάνονται ο ένας τη μοναξιά του άλλου. Οι λόγοι για τους οποίους έλκονται ο ένας από τον άλλον είναι επίσης διαφορετικοί: έρωτας, θαυμασμός, φιλία. Προσπάθησα να απεικονίσω αυτά τα συναισθήματα με τρόπο που να μην είναι πολύ κυριολεκτικός, πολύ ρητός και να παρουσιάσω πειστικά το γεγονός ότι αυτοί οι τρεις άνθρωποι, που δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, συναντιούνται και έρχονται πιο κοντά.

Η μετριοπάθεια της αφήγησης και των χαρακτήρων της αντικατοπτρίζεται και στη μετριοπάθεια της σκηνοθεσίας. Επιδιώκετε σκόπιμα να μην οριοθετήσετε μια συγκεκριμένη ανάγνωση της ταινίας;

Προσωπικά, μου αρέσουν οι ταινίες που δεν είναι υπερβολικά επεξηγηματικές. Με κινητοποιεί η προσπάθεια να κατανοήσω την ταινία, να επιχειρήσω να την ερμηνεύσω συμπληρώνοντας τα κενά με τις δικές μου σκέψεις, ώσπου καταλήγω να σκέφτομαι: «Αυτή είναι μια ταινία για μένα!». Αν μου εξηγείται ολόκληρη η ιστορία και όλα τα συναισθήματα, δεν μπορώ να νιώσω ότι συμμετέχω. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν σκηνοθετώ ο ίδιος ταινίες, φροντίζω να μην είμαι πολύ σαφής. Όταν γράφω το σενάριο, όταν καθοδηγώ τους ηθοποιούς στο πλατό, όταν σκέφτομαι τη σκηνοθεσία, ένα κομμάτι μου αναρωτιέται: «Μήπως εξηγώ πάρα πολλά;», ενώ ένα άλλο σκέφτεται: «Λέω αρκετά για να μεταδώσω την πρόθεσή μου;» και αυτές οι δύο αντίθετες παρορμήσεις μάχονται μέσα μου.

Από την άλλη πλευρά, το θέμα της εξέλιξης απεικονίζεται με ισχυρά σύμβολα: η μύηση στο πατινάζ, αλλά και η οικοδόμηση της προσωρινότητας κατά τη διάρκεια μιας σεζόν. Γιατί επιλέξατε αυτή τη χρονολογική σειρά, ειδικά τον χειμώνα;

Στην πρώτη κιόλας σελίδα του φακέλου που συνέταξα όταν αποφάσισα να γυρίσω αυτή την ταινία, έγραψα: «Ημερολόγιο της εξέλιξης ενός νεαρού αγοριού από τα πρώτα χιόνια μέχρι το λιώσιμο του χιονιού». Ήμουν τόσο πρόθυμος να κινηματογραφήσω το χιόνι, επειδή είναι κατεξοχήν κινηματογραφικό στοιχείο: δεν υπάρχει τίποτε άλλο που μπορεί να αλλάξει τόσο δραματικά την όψη του κόσμου σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Στην αρχή της ταινίας, οι πρώτες νιφάδες χιονιού πέφτουν αραιά, και στη συνέχεια, εν ριπή οφθαλμού, το τοπίο καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα χιονιού, και σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ κινηματογραφικό να μπορέσω να αναπαραστήσω το πέρασμα του χρόνου στην οθόνη με αυτόν τον τρόπο. Στο Τόκιο, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, σπάνια χιονίζει, ακόμη και στον βαθύ χειμώνα. Γι’ αυτό και η χαρά που ένιωθα ως παιδί όταν το χιόνι συσσωρευόταν μια φορά κάθε λίγα χρόνια μού έρχεται πάντα στο μυαλό κάθε φορά που βλέπω χιόνι, ακόμη και τώρα που είμαι ενήλικας.

Ελπίζω ότι κάθε θεατής, συμπάσχοντας με τα συναισθήματα του Τακούγια και της Σακούρα, θα μπορέσει να ανακαλέσει ξεχασμένες αναμνήσεις και συναισθήματα που βίωσε. Θα ήθελα πολύ αυτές οι ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις να συνοδεύσουν τους θεατές και να φέρουν λίγη φρεσκάδα στην τωρινή τους ζωή.

Σκηνοθεσία: Χιρόσι Οκουγιάμα
Σενάριο: Χιρόσι Οκουγιάμα
Ηθοποιοί: Κεϊτάτσου Κοσιγιάμα, Κιάρα Νακανίσι, Σοσούκε Ικεμάτσου
Διάρκεια: 100 λεπτά
Διανομή: Rosebud .21

Κυκλοφορεί στις 17 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους από τη Rosebud.21