Ο κορυφαίος σταρ του Χόλιγουντ Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ κατάφερε να πετύχει πολλά κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. Ωστόσο, το να δουλεύει κανείς μαζί του δεν ήταν τόσο ευχάριστο όσο θα μπορούσε να θεωρεί κάποιος.
Μάλιστα, συνεργάτες του είχαν αναφέρει πως η συνεργασία μαζί του θα μπορούσε να είναι εφιάλτης. Μέχρι το 1942, ο εθισμός του στο ποτό ήταν χειρότερος από ποτέ και ο αλκοολισμός του είχε αρχίσει να απειλεί όλα όσα ήταν έτοιμος να πετύχει ως τότε. «Ο Μπόγκι τσακωνόταν με όλους, εντός και εκτός πλατό», θυμόταν ένας σκηνοθέτης. «Ερχόταν μεθυσμένος. Ήταν κακός με όλους».
Η ηθοποιός Mary Astor τον περιέγραψε ως «θυμωμένο με τον κόσμο», γι’ αυτό και είχε βίαια και συχνά ξεσπάσματα. «Όταν ήταν μεθυσμένος», είπε, «ήταν πικρόχολος, σαρκαστικός και εντελώς δυσάρεστος». Όλα αυτά δεν ήταν καλοί οιωνοί για τη νέα ταινία που ετοιμαζόταν να γυρίσει, την «Καζαμπλάνκα».
Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος ήταν ότι ο γάμος του, που κράτησε τέσσερα χρόνια, ήταν ένα χάος. Στον Τύπο, αυτός και η Mayo Methot – μια ηθοποιός που είχε βάλει τη δική της καριέρα σε αναμονή για να γίνει η τρίτη σύζυγός του – ήταν γνωστοί ως οι «μαχόμενοι Bogarts», καθώς οι ιστορίες για τους καβγάδες τους ήταν ατελείωτες.
Σε όλο αυτό το προσωπικό δράμα του, προστέθηκε και η απογοήτευσή του από το γεγονός ότι, αν και ήταν πλέον ο μεγαλύτερος σταρ της Warner Bros, το συμβόλαιό του με το στούντιο δεν τον άφηνε ευχαριστημένο. Σύμφωνα με την Daily Mail, όταν του έστειλαν το προσχέδιο για την «Καζαμπλάνκα», που βασιζόταν σε ένα ανεκτέλεστο θεατρικό έργο με τίτλο «Everybody Comes To Rick’s», το θεώρησε ανάξιο, καθώς πριν είχε πρωταγωνιστήσει στη ταινία «Thee Maltese Falcon», την καλύτερη ταινία του μέχρι τότε.
Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να δεχτεί το ρόλο παρά τους ενδοιασμούς του. Η «Καζαμπλάνκα» ήταν μια πολύ επίκαιρη ταινία για να γυριστεί, βασισμένη σε όσα συνέβαιναν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Πρόκειται για την ιστορία ενός Αμερικανού, του Rick Blaine, ο οποίος διατηρεί ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στο ελεγχόμενο από το Βισύ Μαρόκο. Ναζί, μαχητές της Αντίστασης και πρόσφυγες έρχονται όλοι στου Ρικ, ανταλλάσσουν μυστικά και σχεδιάζουν αποδράσεις. Ανάμεσά τους είναι και η Ίλσα Λουντ, ο χαμένος έρωτας του Ρικ, που φτάνει με τον σύζυγό της, τον αρχηγό της Αντίστασης, Βίκτορ Λάσλο.
Γνωρίζοντας ότι ο Βίκτορ παρακολουθείται από Γερμανούς πράκτορες, η Ίλσα ελπίζει ότι ο Ρικ θα τους βοηθήσει να εξασφαλίσουν ασφαλές πέρασμα προς τις Η.Π.Α. Καθώς, όμως, η αγάπη για τον πρώην έρωτά της ανθίζει εκ νέου, αποφασίζει να μείνει με τον Ρικ και να αφήσει τον Βίκτορ να συνεχίσει μόνος του. Ο Ρικ μένει με ένα δίλημμα: καρδιά εναντίον συνείδησης.
Τα προβλήματα στα γυρίσματα της «Καζαμπλάνκα»
Υπήρχαν προβλήματα από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Σκηνοθέτης ήταν ο Michael Curtiz. Ο Curtiz φορούσε βαριές μπότες ιππασίας και τριγυρνούσε στο πλατό, φωνάζοντας εντολές με την παχιά ουγγρική προφορά του. Σκεφτόταν ελάχιστα τους ηθοποιούς, τους έβλεπε σαν κάτι που δεν διέφερε πολύ από τα σκηνικά. Ήταν γνωστό ότι έβριζε τους ηθοποιούς μπροστά στα μάτια όλου του θιάσου.
Το πρώτο πρωινό στο πλατό, οι ηθοποιοί μόλις είχαν μάθει τις ατάκες τους για τη σκηνή που επρόκειτο να παίξουν. Οι σεναριογράφοι είχαν τελειώσει το σενάριο μόλις την προηγούμενη μέρα και εξακολουθούσαν να γράφουν κάποια λόγια. Ακόμη και όταν ο Curtiz φώναζε «Action», οι ηθοποιοί δεν είχαν το πλήρες σενάριο. Αυτό άφησε όλο τον θίασο ανήσυχο και απαισιόδοξο.
Πολύ λίγες οδηγίες από τον σκηνοθέτη είχαν δοθεί σε κάποιους από τους ηθοποιούς. Ο Curtiz είπε στον Μπόγκαρτ να είναι ζωηρός και ασεβής και στη συμπρωταγωνίστριά του, Ίνγκριντ Μπέργκμαν να είναι αφηρημένη και ανήσυχη. Οι Γερμανοί επρόκειτο να καταλάβουν το Παρίσι, εξήγησε ο Curtiz. Ο Μπόγκαρτ, ως ο Αμερικανός ομογενής Ρικ, θα έπρεπε να είναι σίγουρος ότι θα έφευγε με ασφάλεια. Η Μπέργκμαν, ως η Ευρωπαία Ίλσα, θα έπρεπε να είναι αβέβαιη, παλεύοντας με ένα μυστικό.
Αυτό δεν ήταν πολύ για να δουλέψουν οι ηθοποιοί. Ο διάλογος, όπως παραδέχτηκε αργότερα ένας από τους σεναριογράφους, ο Casey Robinson, ήταν ζωηρός, αλλά ήταν απαραίτητο να περάσει στο κοινό μια έντονη ερωτική σχέση μεταξύ των δύο τους, μέσα σε μόλις 33 δευτερόλεπτα.
Η σχέση του Μπόγκατ και της Μπέργκμαν
Ο Μπόγκι και η Μπέργκμαν έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Ο Ρικ πίνει ποτά με την Ίλσα και λέει: «Σε κοιτάζω, μικρή», καθώς τα μάτια της Ίλσα γυαλίζουν από δάκρυα. «Με όλο τον κόσμο να καταρρέει, διαλέγουμε αυτή τη στιγμή για να ερωτευτούμε», λέει η Ίλσα. Φιλιούνται, και αυτή είναι ουσιαστικά η έκταση της σκηνής.
Ο Μπόγκι είχε γνωρίσει την Μπέργκμαν, μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της παραγωγής. Η ηθοποιός Geraldine Fitzgerald, η οποία είχε εξεταστεί για λίγο για τον ρόλο της Ilsa, θυμήθηκε μια συζήτηση που είχε κάνει με τους δύο τους στην καντίνα. «Θεωρούσαν ότι ο διάλογος ήταν γελοίος και οι καταστάσεις απίστευτες. Και οι δύο ήθελαν να φύγουν».
Ο Μπόγκι δεν ένιωθε ιδιαίτερη χημεία με την Μπέργκμαν. Η ίδια ήταν εξίσου διστακτική. «Τον φίλησα, αλλά δεν τον ξέρω καθόλου», σημείωσε αργότερα. Ο Μπόγκι, ο οποίος ήταν αδύνατος, με μικρούς, στρογγυλεμένους ώμους και μικροσκοπική μέση, μπορεί να είχε προσωπικούς λόγους που ένιωθε άβολα μαζί της.
Το ύψος του ήταν μόλις 1,80 μ. Στις σκηνές μαζί της, έπρεπε να δέσει ξύλινες πλατφόρμες 7 εκατοστών στα παπούτσια του, καθώς η συμπρωταγωνίστριά του ξεπερνούσε το 1,80 μ., δηλαδή ήταν ψηλότερη από εκείνον. Ήταν η πρώτη φορά που ως ρομαντικός ήρωας δεν είχε μετρηθεί με την πρωταγωνίστριά του.
Το τέλος ήταν άγνωστο μέχρι… το τέλος
Καθώς τα γυρίσματα προχωρούσαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942, η διάθεση των ηθοποιών έπεφτε. Ακόμα και με το σενάριο, οι ηθοποιοί εξακολουθούσαν να μην πιστεύουν στην ιστορία. Τους έδιναν συχνά την τελευταία στιγμή νέα κείμενα.
Η Μπέργκμαν ανησυχούσε, επίσης, καθώς ένιωθε πως δεν είχε αρκετές πληροφορίες για τον χαρακτήρα που υποδυόταν. Παραπονέθηκε στον σεναριογράφο: «Πώς μπορώ να παίξω την ερωτική σκηνή όταν δεν ξέρω με ποιον θα φύγω;».
Οι σεναριογράφοι γνώριζαν καλά πόσο σημαντικό ήταν να πετύχουν το σωστό τέλος. «Υπάρχει ο κίνδυνος η θυσία του Ρικ να φανεί θεατρική και ψεύτικη», αναφέρεται σε μια εκτίμηση του Koch. Αν το κινηματογραφικό κοινό το έβλεπε έτσι, αυτό θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την ταινία και θα είχαν μια αποτυχία στα χέρια τους.
Τα πράγματα χειροτέρευαν, καθώς ο σκηνοθέτης είχε έρθει σε ρήξη με τους ηθοποιούς του, των οποίων η απογοήτευση μαζί του μεγάλωνε όλο και περισσότερο. «Ο Mike τους τρέλαινε», είπε ο Lee Katz, βοηθός του σκηνοθέτη Curtiz. «Ήταν της ευρωπαϊκής σχολής, γεμάτη από dolly shots και περιστρεφόμενες κάμερες. Είχε την τάση να παρακολουθεί τις κάμερες αντί για τους ηθοποιούς». Ο Μπόγκαρτ ειρωνευόταν τις σκηνοθετικές αποφάσεις του Curtiz, μέχρι που ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος μεταξύ τους.
Ήδη μια βδομάδα πίσω από το χρονοδιάγραμμα, ήταν έτοιμοι να γυρίσουν την κορυφαία σκηνή του αεροδρομίου. Πριν αρχίσουν να γυρίζουν οι κάμερες, ο Μπόγκαρτ και ο Curtiz άρχισαν να φωνάζουν, με τον Μπόγκαρτ να αρνείται να συνεχίσει. Ο Hal Wallis χρειάστηκε να παρέμβει για να τερματίσει την αντιπαράθεση.
Το πρόβλημα ήταν η σκηνή όπου ο Ρικ στέλνει την Ίλσα μακριά. Πώς θα μπορούσαν να την κάνουν πειστική χωρίς να φανεί ότι είναι εκτός χαρακτήρα; Κανείς δεν μπορούσε να συμφωνήσει για το πώς να προχωρήσει. Μια απάντηση ήρθε από τον Koch, ο οποίος άλλαξε αρκετές σκηνές που θα έρχονταν νωρίτερα στην ταινία και οι οποίες θα καθιέρωναν την έμφυτη αίσθηση τιμής και καθήκοντος του Ρικ και θα έκαναν πειστική την τελική του απόφαση να απελευθερώσει την Ilsa.
Ο Ρικ έπρεπε να φανεί ότι όχι απλώς λύνει το ερωτικό τρίγωνο, αλλά πείθει την Ίλσα να ανταποκριθεί στον ιδεαλισμό της φύσης της, αναγκάζοντάς την να συνεχίσει το απαραίτητο πολεμικό έργο που είχε ξεκινήσει με την Αντίσταση, επειδή, τελικά, ήταν πολύ πιο σημαντικό από τον έρωτα δύο ανθρώπων. Ήταν μια καλή λύση, θεωρητικά. Αλλά σήμαινε ότι όλο το βάρος της ταινίας στηριζόταν πλέον στον Μπόγκι και στην τελευταία του ομιλία προς την Μπέργκμαν.
Η σκηνή γυρίστηκε κοντά στο τέλος της παραγωγής. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο σταρ και ο σκηνοθέτης συγκρούστηκαν ξανά και χάθηκαν κι άλλες ώρες, καθώς διαφωνούσαν σε αυτό που οι σημειώσεις της ταινίας καταγράφουν ως «μια σύσκεψη για την ιστορία μεταξύ του κ. Curtiz και του κ. Bogart». Τελικά, κατέληξαν σε κάποια συνεννόηση και ο Curtiz έδωσε σήμα στις κάμερες να γυρίσουν.
Η καριέρα του μετά την Καζαμπλάνκα
Για τον Μπόγκι, τα γυρίσματα της «Καζαμπλάνκα» ήταν μια άθλια εμπειρία. Παρέμεινε νευρικός καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων και δεν εμπιστεύτηκε ποτέ το υλικό. Οτιδήποτε μπορούσε να τον εκνευρίσει, και ήταν έτοιμος για καυγά.
Οι διαπληκτισμοί του με τον Curtiz αντανακλούσαν τους καβγάδες που είχε στο σπίτι του. Η σχέση του με τη Mayo γινόταν ακόμα πιο τεταμένη. Η Ντόροθι Πάρκερ θα αστειευόταν: «Οι γείτονές τους αποκοιμιόντουσαν από τους ήχους της σπασμένης πορσελάνης και των γυαλιών που έσπαγαν».
Ο Μπόγκαρτ ήταν πλέον ένας κορυφαίος σταρ του κινηματογράφου και στο κατώφλι των μεγαλύτερων επιτυχιών του. Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο σεβαστός από τους συναδέλφους του. Όμως, στο τέλος της «Καζαμπλάνκα», δεν ήταν ευτυχισμένος.
Τα αφεντικά του Μπόγκαρτ στη Warner Bros ήταν ενθουσιασμένα. Για την «Καζαμπλάνκα», αύξησαν τις τιμές εισόδου στους κινηματογράφους τους κατά σχεδόν 50 τοις εκατό, αναμένοντας επιπλέον ενδιαφέρον, επειδή οι στρατιώτες των ΗΠΑ είχαν μόλις πετύχει μια αξιοσημείωτη νίκη στη Βόρεια Αφρική.
Την πρώτη εβδομάδα προβολής του στο Hollywood Theatre στο κέντρο του Μανχάταν, η Καζαμπλάνκα συγκέντρωσε 37.000 δολάρια – το υψηλότερο ποσό που είχε πάρει ποτέ ο κινηματογράφος. Σε άλλα σημεία της χώρας, οι αποδόσεις ήταν περισσότερες από ό,τι είχαν φανταστεί ποτέ οι εμπλεκόμενοι. Έγινε η έβδομη ταινία με τα υψηλότερα έσοδα του 1943.
Η κριτική αποδοχή ήταν εξίσου ενθουσιώδης. Οι New York Times θεώρησαν την «Καζαμπλάνκα» μια «πλούσια, γλυκιά, συναρπαστική και συγκινητική ιστορία» και αναγνώρισαν τον Μπόγκαρτ «ως τον ψυχρό, κυνικό, αποτελεσματικό και σούπερ σοφό τύπο με έναν πυρήνα συναισθήματος και ιδεαλισμού μέσα του».
Το κινηματογραφικό κοινό απολάμβανε τη παρουσία του Μπόγκαρτ, η οποία δεν ήταν ποτέ πιο εμφανής από ό,τι στην «Καζαμπλάνκα». Στο τελικό μοντάζ, ο Curtiz – παρ’ όλους τους καυγάδες που είχαν γίνει στα γυρίσματα – του είχε δώσει τη μεγάλη είσοδο που επιφυλάσσεται για τους κορυφαίους σταρ.