Παρακολούθησα την πρεμιέρα της παράστασης σ’ ένα θέατρο κατάμεστο από θεατές που την ώρα αναμονής, κάποιοι στο ζεστό χώρο του μπαρ κι άλλοι στον πεζόδρομο της Καλαμιώτου που έσφυζε ζωή από την άνοιξη των νιάτων μέσα στην εποχιακή, αδημονούσαν να δουν την «ασύμβατη» συνεργασία των δυο πρωταγωνιστών.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Η Ρούλα Πατεράκη που έστησε την παράσταση έχοντας την ευθύνη της διασκευής του έργου και τη σκηνοθεσία, κάθε άλλο παρά συμβατή σκηνική σχέση είχε με το Συσσοβίτη. Η συνεργασία τους εξέπληξε απροσδόκητα ικανοποιητικά, με την αναδημιουργία του σημαντικότερου ουμανιστικού προαναγεννησιακού έργου του 1401.

Στο πρωτότυπο έργο ο Γιοχάνες Βον Τεπλ «σ’ ένα ταξίδι εσωτερικής διαδρομής», μετά το θάνατο της γυναίκας του που πέθανε στη γέννα, καταθέτει με γλώσσα ισχυρά ποιητική τον προσωπικό του πόνο. Ο Δικαστής – Αρχάγγελος που εκεί δικαιώνει τον καθένα μ’ ένα παράδεισο ή κόλαση, στην διασκευή της Πατεράκη απ’ όπου απουσιάζει τελείως ο θεός, όλα κινούνται σ’ ένα μεταφυσικό τοπίο. Στη δραματουργία της ο άνθρωπος κινείται και αντιπαραβάλλεται με σύγχρονες οπτικές αντιμετώπισης της αιωνιότητάς του, σε σχέση με το θάνατο. Από τη μια ο έρωτας και από την άλλη ο θάνατος, δυνάμεις ζωοποιές και οι δύο. Ο πρώτος γεννά τον πόθο, την ένταση, τη φύση του κόσμου κι ο δεύτερος συντηρεί τη ζωή προς την οποία μας ωθεί από τη στιγμή που γεννιόμαστε, με το αίσθημα της αυτοσυντήρησης προς την αθανασία.

Η δραματουργία προτείνει ως σκηνικό περιβάλλον το δωμάτιο ενός ψυχιατρείου όπου δυο τρόφιμοι μέσα από τη φωτεινότητα της τρέλας τους θα παίξουν ένα «παιχνίδι με γρήγορες ύπουλες ερωτήσεις». Με θέατρο στο θέατρο, λοιπόν, δίνουν στο θεατή τη δυνατότητα να αναθεωρήσουν «την ελαττωματική πυξίδα των αισθήσεων» μέσω της μεταμόρφωσης με την οποία «ανασαίνει όλος ο κόσμος».

Η Ρ. Πατεράκη με την ολοκληρωμένη της σκηνοθεσία στήνει γέφυρες ανάμεσα στο τραυματισμένο συναίσθημα και την χαμένη πνευματική διαύγεια με τον φιλοσοφικό ορθολογισμό. Η ίδια στον ρόλο του θανάτου, με την πολυεπίπεδη ερμηνεία της αποπνέει την αμετάκλητη ισχύ του άρχοντα που διαφεντεύει και διορθώνει την τάξη. Είναι η «Λαίδη» που παροτρύνει την αποκήρυξη της πεθαμένης αγάπης για να ελευθερωθεί από τα γήινα δεσμά της και να παραμείνει ζωντανή στην ανάμνηση. Παίζει εγκεφαλικά με ύφος αυστηρό που δεν σηκώνει αμφισβήτηση κι αμφιβολία. Αναμαλλιασμένη, παραδομένη υποκριτικά στο αντίπαλο δέος της τρέλας με βήματα φόβου και κραυγές τρόμου μας αιφνιδιάζει με την αφοπλιστική ερμηνεία της.

Ο A. Συσσοβίτης στο ρόλο του Αγρότη, μάς καθιστά μάρτυρες του τραυματικού του έρωτα. Αυτός ο «άξεστος χωριάτης που του έτυχαν τα δώρα του έρωτα» εγκαλεί το θάνατο και τον καταγγέλλει. Κατόρθωσε πράγματι να παίζει με την εκρηκτική δύναμη της γης που υπηρετεί και την ακατάλυτη ερωτική ένταση. Με αυτολύπηση, με επιθετικές κατάρες κι ανεξέλεγκτη αρρωστημένη κίνηση μας παρέσυρε σε μια πλημμυρίδα συναισθημάτων που την ομορφαίνει η ποιητικότητα. Σαν άμπτωτις λειτουργεί η σκηνική παρουσία άλλο δυο βουβών προσώπων.

Η Τασία Σοφρωνίου εκτελεί χρέη νοσοκόμας παρεμβαίνοντας καταλυτικά σε στιγμές με έντονη κινητικότητα. Καταφέρνοντας να αποσπάσει κλεφτά το βλέμμα του θεατή καθώς λαγοκοιμάται, πλέκει αμέριμνη ή δείχνοντας να απολαμβάνει κάποιες αστειότητες.

Ο Νίκος Μαυράκης ως τρόφιμος χειρίζεται την μουσική ακολουθώντας την ένταση του συναισθήματος, το οποίο και αποκορυφώνει με επιλεγμένο ήχο.

Τα κοστούμια και το σκηνικό στο πνεύμα και στο ύφος του έργου, ολοκληρώνουν την παράσταση. Η συνειδητή επιλογή του φαίνεται στη δοτικότητα και στο άδειασμα των εξαίρετων πρωταγωνιστών στην σκηνή.

Φεύγοντας κρατάς στη μνήμη τα λόγια, «ο άνθρωπος όταν γεννιέται πίνει νερό από ποτήρι δανεικό».