Είναι τόσο κακές ταινίες που ο… θάνατος μπροστά τους φαντάζει σωτηρία; Για τον Δημήτρη Κολιοδήμο, σίγουρα, ναι! Ο συγγραφέας στο νέο του βιβλίο «101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να πεθάνεις πριν τις δεις», μάς καλεί να εξερευνήσουμε την άλλη πλευρά του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτή που άλλα περιμέναμε και τελικά άλλα προέκυψαν. «Οι κακές ταινίες είναι πολλές, πάρα πολλές. Περισσότερες απ’ όσες μπορεί κανείς να φανταστεί», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.
Δε θα απαριθμήσουμε και τις 101, ας πάρουμε μια γεύση, όμως… «Ο αστακός», «Attenberg», «Η μεγάλη στιγμή του ’21: Παπαφλέσσας», «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», «Ρένα τα ρέστα σου!», «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», «Όσο υπάρχει αλκοόλ», «Ο σεξοκυνηγός», «Miss Violence», «The… κόπανοι» και άλλες 91.
Οι περισσότερες από τις ταινίες του βιβλίου, όπως εξηγεί ο δημιουργούς του, ανήκουν στην κατηγορία που οι κριτικοί -συνήθως- επαινούν. Για κάποιους θεωρούνται «καλλιτεχνικές ταινίες», «ταινίες ενός δημιουργού», «έργα τέχνης». Σίγουρα όχι για τον ίδιο. Μία λίστα με 101 τίτλους σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Ο καθένας θα προσθέσει και θα αφαιρέσει φιλμ. Θα συμφωνήσει και θα διαφωνήσει. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Αυτό είναι.
Κάθε ταινία αναλύεται σε ένα αντικριστό δισέλιδο. Η αφίσα, μια φωτογραφία, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιοί, η υπόθεση μέσα σε μία πρόταση, μια κόντρα κριτική και τα εισιτήρια που έκοψαν (σούπερ στοιχείο για τους λάτρεις των αριθμών), είναι η πρώτο πιάτο πριν το κυρίως θέμα. Θα ολοκληρώσετε την ανάγνωση του βιβλίου χωρίς να το καταλάβετε. Με το ρυθμό που που παρακολουθείτε ένα φιλμ που σας αρέσει. Σίγουρα θα ξεκινήσετε από τις ταινίες που έχετε δει…
Το Newsbeast μίλησε με τον Δημήτρη Κολιοδήμο. Με αφορμή τις «101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να πεθάνεις πριν τις δεις», μάς είπε αρκετά ενδιαφέροντα για τον ελληνικό κινηματογράφο. Και τον κακό, και τον καλό.
– Δεν μπορεί μια κακή ταινία να είναι… καλή;
Μία κακή ταινία είναι μία κακή ταινία. Γιατί είναι κακή; Για μία σειρά από λόγους, καθένας από τους οποίους μπορεί να σταθεί από μόνος του, αλλά μπορεί την ίδια στιγμή να είναι βάσιμοι και περισσότεροι του ενός. Για παράδειγμα: επειδή είναι άτεχνη, επειδή οι ηθοποιοί της είναι ερασιτέχνες ή παίζουν ακαθοδήγητοι, όπως θέλουν, επειδή είναι κακοσκηνοθετημένη, επειδή το σενάριό της είναι για κλάματα, επειδή… Από την άλλη, υπάρχει περίπτωση μία κακή ταινία να αρέσει σε κάποιον ή σε μία μερίδα κοινού. Διότι γελάει με την αδεξιότητα, περνάει καλά με τον επί της οθόνης «χαβαλέ», του λέει «κάτι» η ιστορία ή το θέμα. Είναι η περίπτωση της «τόσο κακής ταινίας που γίνεται… υπέροχη»! Δηλαδή την απολαμβάνεις, παρόλο που ξέρεις (και το βλέπεις) ότι είναι κακή. Απλώς, δεν σε ενδιαφέρει. Το ξεχνάς ή δεν του δίνεις σημασία. Αντικειμενικά, όμως, είναι ΚΑΚΗ.
– Ας πάρουμε για παράδειγμα το «The… κόπανοι», το οποίο συμπεριλαμβάνεται μέσα στη λίστα σας. Είναι μία από τις 101 που κατά τη γνώμη σας δεν πρέπει να δούμε. Η ταινία αποτελεί ένα cult προϊόν που λατρεύτηκε από τον κόσμο. Διαφωνείτε σε αυτό; Και αν το κοινό πέρασε καλά, δεν τα κατάφερε ο δημιουργός;
Cult προϊόν δεν ήταν ποτέ. Ούτε λατρεύτηκε από το κοινό. Διαφωνώ και ως προς τα δύο. Για να λατρευτεί κάτι από το κοινό, πρέπει να το δει το κοινό. Τα 15.000 εισιτήρια που πραγματοποίησε πανελλαδικά, σύμφωνα με την τότε δήλωση της εταιρείας Γ. Καραγιάννης & Σία, που είχε τη διανομή της (ήταν και η παραγωγός εταιρεία) σε μία εποχή που άλλες ταινίες έκαναν 200.000 («BIos + πολιτεία») ή 90.000 («Made in Greece») εισιτήρια, λέει το ακριβώς αντίθετο. Ότι το κοινό της είχε γυρίσει την πλάτη. Ίσως επειδή την ίδια εποχή ο Γιώργος Κωνσταντίνου -ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της- ήταν ένας από εκείνους που «διέπρεπαν» στις γυρισμένες αποκλειστικά για το βίντεο παραγωγές. Από τις οποίες η συγκεκριμένη ταινία διέφερε σ’ ένα και μόνο: ότι είχε γυριστεί σε φιλμ! Όπως και «Ο τσιτσιολίνος», μία άλλη κινηματογραφική ταινία της σεζόν 1987-88, που είχε πραγματοποιήσει 19.000 εισιτήρια στις αίθουσες. Αυτή είχε ως πρωταγωνιστή τον Σωτήρη Μουστάκα και την είχε σκηνοθετήσει ο Γιώργος Σκαλενάκης.
Είναι αλήθεια ότι και τις δύο αυτές ταινίες υπάρχουν άνθρωποι που τις θεωρούν cult. Ίσως επειδή έτσι θέλησε να τις πλασάρει στην αγορά ένα γνωστό τηλεοπτικό περιοδικό μερικά χρόνια αργότερα, το «TV Avanti», προσφέροντάς τες σε DVD. Όχι αυτές μόνο, αλλά και πολλές άλλες από τις παραγωγές της δεκαετίας του ’80. Το ότι στα εξώφυλλά τους είχε μοστράρει τη μετωπίδα «Cult ελληνικός κινηματογράφος» δεν σημαίνει ότι οι ταινίες αυτές ήταν ποτέ cult. Σίγουρα όχι με τη σημασία και τη βαρύτητα που έχει ο όρος αυτός για ταινίες που τον κατέκτησαν με το σπαθί τους, μέσα από μεταμεσονύκτιες προβολές σε ασφυκτικά γεμάτες κινηματογραφικές αίθουσες.
– Είναι απλό να κάνει κάποιος καλό κινηματογράφο; Το χάνει προσπαθώντας να εντυπωσιάσει μέσα από σύνθετες καταστάσεις;
Ο καλός κινηματογράφος είναι κάτι περισσότερο από το «να περάσει καλά ο θεατής». Ακόμη κι αν αυτός είναι τελείως απαίδευτος. Αν αφήσουμε κατά μέρος τον πειραματικό κινηματογράφο, που κι αυτός είναι κάτι περισσότερο από προσπάθεια εντυπωσιασμού μέσα από «σύνθετες καταστάσεις» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), το συμβατικό σινεμά είναι πρωτίστως αφηγηματικό σινεμά. Και αφηγηματικό σινεμά σημαίνει καλό σενάριο. Δηλαδή, καλή ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, σωστά παρουσιασμένους χαρακτήρες, που αντιδρούν σε όσα τους συμβαίνουν και διαφοροποιούνται ερχόμενοι σε επαφή με τους γύρω τους. Μία καλή ιστορία, εκτός του να σε κάνει να περάσεις δύο ευχάριστες ώρες, θέλει να σου πει κάτι.
«Ο σινεμάς πρόκειται περί αλισβερίσι. Ο καλλιτέχνης δώνει κι ο λαός παίρνει, κι άμα δεν του δώσεις, ρε μάγκα μου, του λαού, τι θα πάρει;», είχε πει ο Χάρρυ Κλυνν στην ταινία του «Αλαλούμ» (1982). Θέλει να μεταδώσει στον θεατή ένα μήνυμα, να τον κάνει να δει με άλλο μάτι την καθημερινότητα, τη ζωή και τους άλλους γύρω του. Και η ταινία δεν πρέπει να εικονογραφεί την ιστορία αυτή – πρέπει να την ζωντανεύει πειστικά και δημιουργικά. Κι αυτό είναι έργο του σκηνοθέτη, που πρέπει να ξέρει και να καθοδηγήσει σωστά τους ηθοποιούς του και να δώσει τις σωστές οδηγίες στους συνεργάτες του, και να τους ελέγχει για την εφαρμογή τους.
– Ας μιλήσουμε για τρεις διαφορετικές περιόδους του ελληνικού κινηματογράφου. Πάμε στα κλασσικά ασπρόμαυρα φιλμ που αγαπήθηκαν από το κοινό και τα βλέπουμε για 55η ή 63η φορά. Τι μας δένει με αυτές τις ταινίες;
Οι γενικεύσεις είναι πολύ κακό πράγμα. Ποια είναι τα «κλασικά ασπρόμαυρα φιλμ που αγαπήθηκαν από το κοινό»; Φαντάζομαι ότι δεν αναφέρεστε σε ταινίες σαν, ας πούμε, το δράμα «Ο νόθος» (1964) του Μιχάλη Νικολόπουλου, έτσι δε είναι; Ναι, έτσι ακριβώς είναι! Αναφέρεστε, ας πούμε, στον «Κατήφορο» (1961) του Γιάννη Δαλιανίδη ή τη «Σάντα Τσικίτα» (1953) του Αλέκου Σακελλάριου. Μ’ αυτές τις ταινίες μας δένει η καλή ιστορία, που έλεγα παραπάνω, οι εξαιρετικές ερμηνείες, η σωστή σκηνοθεσία, η καλή παραγωγή, κλπ κλπ. Αυτά τα κλασικά ασπρόμαυρα φιλμ έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσα είναι, ποιοι τα γύρισαν και ποιες ήταν οι εταιρείες παραγωγής τους; Η Φίνος Φιλμ ή η Ανζερβός για παράδειγμα. Η πρώτη έχει δεν έχει 160 αμιγώς δικές της παραγωγές και η δεύτερη 40. Επί συνόλου 2.000 (μέχρι τα μέσα του ’70) ταινιών.
Ομιλεί κανείς σήμερα για τις παραγωγές του Νίκου Αβραμέα, του Κώστα Στράντζαλη, του Στέλιου Τατασόπουλου ή του Τάσου Γιαννόπουλου; Δεν θέλω να πω ότι όλες οι ταινίες αυτών των εταιρειών είναι κακές. Προς Θεού. Θέλω να πω ότι αυτό που λέμε «κλασικό ελληνικό σινεμά» είναι δημιούργημα 4-5 εταιρειών παραγωγής και άλλων τόσων σκηνοθετών. Τα υπόλοιπα, γυρισμένα την ίδια περίοδο (αρχές του ’50 με αρχές του ’70) φιλμ είτε δεν τα έχουμε δει ποτέ μας είτε δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν. Και τα περισσότερα από αυτά είναι κάτω του μετρίου.
– Εποχή βιντεοκασέτας. Άφησε κάτι καλό στο πέρασμά της;
Αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, όχι. Δεν άφησε τίποτα καλό! Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες και, όπως κάθε εξαίρεση, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μέσα σε μια 8ετία γυρίστηκαν κάπου 1.000 ταινίες, με σενάρια γραμμένα στο πόδι και μηδαμινά μέσα, για έναν και μόνο λόγο: να προσφέρουν στον θεατή εύπεπτη διασκέδαση μ’ ένα ύφος που σπάνια ξεπερνούσε τις συμβάσεις του σκετς. Φτηνιάρικη τηλεόραση έκαναν, σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε δύο μόνο κανάλια, δημόσια και με ελάχιστες ώρες προγράμματος κάθε ημέρα. Γι’ αυτό και εξαφανίσθηκαν πάραυτα με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Βέβαια, έδωσαν ψωμί σε πολύ κόσμο, μπροστά και πίσω από την κάμερα. Γιατί, ούτε κι αυτό πρέπει να το ξεχνάμε, το σινεμά (και το βίντεο και η τηλεόραση) το φτιάχνουν και το υπηρετούν επαγγελματίες. Άνθρωποι που ζουν από την γι’ αυτό δουλειά τους.
– Κεφάλαιο Greek Weird Wave. Έχετε πετσοκόψει ταινίες που φιγουράρουν σε όλες τις λίστες που εκθειάζουν αυτή την ιδιαίτερη περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου. Στο δίλημμα κουλτούρα ή… κουλτούρα, κερδίζει μόνο ο σκηνοθέτης;
Λυπάμαι που το λέω, αλλά καμία «λίστα» δεν εκθειάζει αυτή τη ιδιαίτερη περίοδο του κινηματογράφου μας. Στους πίνακες εισιτηρίων οι ταινίες αυτές (με 2-3 εξαιρέσεις) βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις. Το κοινό τις αγνοεί, εκτός κι αν κάτι το σπρώξει στην αίθουσα, για να βγει από αυτήν απογοητευμένο. Στην πλειονότητά του, γιατί κι εδώ υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Κι εγώ όταν ήμουν φοιτητής έβλεπα όλες τις ταινίες που έφερνε η Αλκυονίδα ή το Στούντιο. Και πήγαινα σε προβολές κινηματογραφικών λεσχών και καθόμουν στην αίθουσα για αρκετή ώρα (καμιά φορά και… δίωρο) μετά την προβολή, για να συμμετάσχω στη συζήτηση ή για να καταλάβω τι ήθελε να πει ο σκηνοθέτης της ταινίας.
Το Weird Greek Cinema είναι ένας ιδιόμορφος κινηματογράφος. Δεν του κόλλησαν αυτό το όνομα τυχαία οι ξένοι που του το κόλλησαν. Ως ιδιόμορφος, είναι πολύ εύκολο να μην είναι του γούστου σου και να μην σου αρέσει. Το ιδιόμορφο έχει ίσως τη θέση του σ’ ένα Φεστιβάλ κινηματογράφου – κι εκεί οι ταινίες αυτές κάνουν καριέρα, προσφέροντας σ’ αυτούς που τις γυρίζουν εφήμερη φήμη. Και κάποια βραβεία. Όπως, στα μέσα του ’70, και πολλές από τις ταινίες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Πόσοι νοιάζονται για τις ταινίες αυτές σήμερα. Πόσοι είναι αυτοί που τις θυμούνται; Τότε κάποιοι τις αποκαλούσαν «κουλτούρα, να φύγουμε!» Ε, το ίδιο είναι και το Weird Greek Cinema σήμερα. Μετά από 3-4 δεκαετίες δεν θα το θυμάται κανένας! Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα σινεμά που το θεωρώ κακό. Και δεν υπάρχει το δίλημμα που λέτε. «Κουλτούρα», δηλαδή ταινία δημιουργού, είναι και το «Ένας άλλος κόσμος», αλλά έκανε 668.892 εισιτήρια. Και από την αίθουσα δυσαρεστημένοι βγήκαν (αν είχαν μπει) μόνο οι Έλληνες σκηνοθέτες του Weird Greek Cinema.
– Στον πρόλογο του βιβλίου σας, κλείνετε το μάτι στον «αδικημένο» αμερικανικό κινηματογράφο, σε σχέση με τον «υπερεκτιμημένο» ευρωπαϊκό. Είναι έτσι;
Όχι! Δεν λέω αυτό. Λέω ότι με το πρόσχημα του απειλούμενου από τον αμερικανικό, ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ο τελευταίος απολαμβάνει σήμερα πολλά προνόμια, για να αντιμετωπίσει αυτή τη δήθεν απειλή. Προνόμια που επιτρέπουν σε μία μικρή μερίδα κινηματογραφιστών να νέμονται αδιαφανώς δημόσιο χρήμα και να περνούν καλά σε βάρος των άλλων πολιτών, επειδή είναι… καλλιτέχνες και δημιουργούν «λαμπρά έργα τέχνης».
Από την άλλη, οι ακμαίες ευρωπαϊκές κινηματογραφίες έσβησαν επειδή οι περισσότεροι σύγχρονοι σκηνοθέτες δημιουργούσαν ταινίες χωρίς λαϊκό έρεισμα. Για ένα ελιτίστικο κοινό. Κάτι το οποίο, στον αμερικανικό κινηματογράφο, συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό. Διότι εκεί ο κινηματογράφος είναι ένας, ενιαίος. Με «εμπορική» πάντα στόχευση, χωρίς να απεμπολεί την καλλιτεχνικότητα που ενυπάρχει σ’ αυτόν (τον κινηματογράφο).
– Είναι βίτσιο των κριτικών του κινηματογράφου να εκθειάζουν μια ομολογουμένως κακή ταινία για τα γούστα του κοινού;
Κάθε κριτικός, από τον απλό θεατή μέχρι τον ειδήμονα, εκφέρει λόγο σε δεύτερο βαθμό. Για κάτι που έχει ήδη γίνει, και ήταν πρωτογενές. Ο δευτερογενής αυτός λόγος μπορεί να είναι… διεισδυτικός. Δηλαδή, να αναλύει θέματα και μοτίβα τα οποία, για τον πολύ κόσμο, μπορεί να αποτελούν ψιλά γράμματα. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο κριτικός μπορεί να εκθειάζει κάτι που ο απλός θεατής θεωρεί κακό. Αλλά μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο. Δηλαδή, ο κριτικός να επικρίνει κάτι που ο θεατής θεωρεί καλό. Όπως μπορεί να υπάρχει ριζική διαφωνία στην κρίση δύο κριτικών για την ίδια ταινία. Ο ένας να την θεωρεί αριστούργημα και ο άλλος ανοσιούργημα. Σημασία σε μια κριτική δεν έχει πάντα η «θέση» του κριτικού. Έχουν και τα επιχειρήματά του, έχει και η γραφή του. Όπως επίσης και το πού έχει γραφτεί η κριτική αυτή. Σε μία καθημερινή εφημερίδα, σε ένα ειδικό ιστολόγιο, σ’ ένα κινηματογραφικό περιοδικό; Από την άλλη, το γιατί διαβάζει κάποιος μια κριτική για ένα έργο τέχνης δεν απαντάται με απολυτότητα και σιγουριά.
– Φτιάξατε τη λίστα με τις χειρότερες ελληνικές ταινίες. Θέλετε να μας πείτε και μερικές που αξίζουν;
Δεν έφτιαξα μία λίστα με τις χειρότερες ελληνικές ταινίες. Έφτιαξα ένα βιβλίο με 101 κακές ελληνικές ταινίες, ενώ υπάρχουν πολύ-πολύ περισσότερες! Με ταινίες που σε κάνουν να βαριέσαι. Με ταινίες που εξοργίζουν. Με ταινίες που θέλεις να βγάλεις το δισκάκι από το DVD player και να το κάνεις… ιπτάμενο δίσκο. Με ταινίες που θέλεις να σηκωθείς από το κάθισμά σου και να εγκαταλείψεις την αίθουσα, αδιαφορώντας για το τι θα πουν οι άλλοι θεατές. Και το έκανα με κάποια κριτήρια. Για παράδειγμα, επέλεξα να έχουν γυριστεί τα τελευταία 55 χρόνια. Από το 1966, χρονιά που έκαναν στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης την εμφάνισή τους τα πρώτα δείγματα αυτού που μερικά χρόνια αργότερα ονομάσθηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, και μετά. Επέλεξα, επίσης, να μην υπάρχει δεύτερη ταινία του ίδιου σκηνοθέτη. Και επέλεξα και ταινίες που ορισμένοι συνάδελφοί μου θεωρούν πολύ καλές ή αριστουργηματικές, αλλά κατά την προσωπική μου γνώμη δεν βλέπονται ή δεν αντέχονται. Σήμερα, όχι αναγκαστικά και στην εποχή τους. Διότι είτε ξεπεράστηκαν από τον χρόνο είτε τότε είχαν υπερτιμηθεί.
Και μόλις ολοκλήρωσα ένα ακόμη βιβλίο με 101 καλές ελληνικές ταινίες, γυρισμένες από το 1930 («Δάφνις και Χλόη») μέχρι το 2020 («Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»). Από τις επίσης πολύ περισσότερες. Θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο 2022. Θα σας έλεγα, υπομονή μέχρι τότε, αλλά δεν έχω αντίρρηση να σας πω ότι σ’ αυτό θα βρείτε και τον «Θίασο» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου και το «Μοντέλο» (1974) του Κώστα Σφήκα και τα «Πέτρινα χρόνια» (1985) του Παντελή Βούλγαρη και τη «Γλυκιά συμμορία» (1975) του Νίκου Νικολαΐδη και το «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζιλ Ντασέν, αλλά και «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη και το «Έγκλημα στα παρασκήνια» (1960) του Ντίνου Κατσουρίδη και «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1959) του Αλέκου Σακελλάριου και το «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» (1967) του Νίκου Φώσκολου και το «Έτερος εγώ» (2016) του Σωτήρη Τσαφούλια και… άλλες 89 ταινίες.
– Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει λιγότερα καλά φιλμ, συγκριτικά με τα άσχημα;
Σε κάθε χώρα οι μέτριες προς κακές ταινίες είναι περισσότερες από τις καλές προς αριστουργηματικές. Στις 3.500 πάνω-κάτω μεγάλου μήκους ελληνικές ταινίες που έχουν παραχθεί μέχρι σήμερα υπάρχουν 300-350 που πρέπει πραγματικά να έχει δει κανείς. Κάποιες από αυτές, δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί. Όπως η «Μαντάμ Σουσού» (1948), με τη Μαρίκα Νέζερ στον πρωταγωνιστικός ρόλο.
– Τελικά γιατί αποφασίσατε να βγάλετε αυτό το βιβλίο; Είναι δύσκολο να σώσετε κάποιον από το να μην τις δει. Έχουν παιχτεί ήδη στους κινηματογράφους. Βίντεο κλαμπ για να τις νοικιάσει δεν υπάρχουν. Στην πλειοψηφία τους εμφανίζονται σπάνια στην τηλεόραση. Άρα; Εκδικείστε τους δημιουργούς για τις ώρες που χαραμίσατε;
Σαφώς και δεν «εκδικούμαι» κανέναν, σαφώς και δεν μετανιώνω αν χαράμισα τον χρόνο μου. Ούτε κυκλοφορώ το πρώτο μου βιβλίο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αυτό ήταν το «The Greek Filmography: 1914 through 1996» (εκδόσεις McFarland, Τζέφερσον, Βόρεια Καρολίνα, 1999, δεμένο, σ’ έναν τόμο, και 2004, άδετο, σε δύο τόμους). Η ελληνική έκδοση του οποίου περιλάμβανε και τις βιντεοταινίες και τις θρησκευτικές ταινίες – «Λεξικό ελληνικών ταινιών: Από το 1914 μέχρι το 2000» (εκδόσεις Γένους, Αθήνα, 2001). Κι ένα άλλο ήταν το τομίδιο «Η Ελλάδα μετά τα μεσάνυχτα: Το φανταστικό στον ελληνικό κινηματογράφο» (εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα, 2007), που κι αυτό ήταν η ελληνική εκδοχή ενός εκτενούς άρθρου μου στα αγγλικά, με τίτλο «Athens after Midnight», που είχε δημοσιευθεί στο αμερικανικό περιοδικό «Video Watchdog» (τεύχος 131, Ιούνιος 2007).
Με άλλα λόγια, με ενδιαφέρει το ελληνικό σινεμά και, με τα δύο προαναφερθέντα, ήθελα να κάνω γνωστά εκτός των γεωγραφικών συνόρων της χώρας μας τα της κινηματογραφίας μας. Νομίζω ότι το πέτυχα. Και στο πρώτο και στο δεύτερο μιλούσα για τις ταινίες με θετικά λόγια (ή τις παρέθετα χωρίς σχόλιο). Τώρα, νομίζω ότι έφτασε η ώρα να μιλήσω ανοιχτά και να πω απερίφραστα τη γνώμη μου για ορισμένες ελληνικές ταινίες που θεωρώ καλές και για ορισμένες που τις θεωρώ κακές. 101 συνολικά, και στις δύο περιπτώσεις. Χωρίς να νοιάζομαι για το αν αυτό θα ενοχλήσει κάποιους ή θα εξοργίσει κάποιους άλλους.
Από την άλλη, και τα δύο αυτά βιβλία μπορεί να αποτελέσουν, για όποιον θέλει και το επιθυμεί, μία βάση αναθεώρησης μιας ήδη διαμορφωμένης άποψης για τον κινηματογράφο μας. Από συναδέλφους μου, κριτικούς και/ή ιστορικούς του κινηματογράφου, αλλά και από ανθρώπους της συντεχνίας – κινηματογραφιστές, μέλη ή όχι της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μπορεί, όμως, και να θεωρηθούν άνευ αξίας, άνευ σημασίας. Ο χρόνος θα δείξει. Άλλωστε, η κινηματογραφική βιβλιογραφία του τόπου μας είναι ακόμη πολύ φτωχή. Με τα βιβλία συμβαίνει ό,τι και με τις ταινίες.
Ποιος είναι ο Δημήτρης Κολιοδήμος
Ασχολείται με το σινεμά από το 1975 – στην αρχή ως σκηνοθέτης, στη συνέχεια ως κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας. Για είκοσι χρόνια εργαζόταν επαγγελματικά στην τηλεόραση όπου διετέλεσε επί μακρόν Διευθυντής Ξένου Προγράμματος του Antenna TV, Διευθυντής Προγράμματος του Star Channel και Διευθυντής Τηλεόρασης του Σκάι TV. Είναι συμπαραγωγός του ερωτικού θρίλερ Deep End (2008), της ταινίας τρόμου Ο θάνατος που ονειρεύτηκα (2010) και του αισθηματικού δράματος φαντασίας DOS: Μία ιστορία αγάπης, απ’ την ανάποδη… (2011), και σεναριογράφος και συμπαραγωγός της σειράς ντοκιμαντέρ Το σινεμά γυμνό (2009), και της ομότιτλης ταινίας (2010).
Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας και του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Κινηματογράφου – Τηλεόρασης – Βίντεο & Πολυμέσων.
Ανάμεσα στα βιβλία που έχει γράψει, περιλαμβάνονται τα: 365 Νύχτες Τρόμου και Επιστημονικής Φαντασίας (εκδόσεις Αιγόκερως, 1991, Γ΄ έκδοση 2019), The Greek Filmography: 1914 through 1996 (ΜcFarland & Company, Inc, 1999), Λεξικό Ελληνικών Ταινιών (εκδόσεις Γένους, 2001), Ο κόμης Δράκουλας στην οθόνη (εκδόσεις Οξύ, 2004), Η λατρεία του αίματος (εκδόσεις Οξύ, 2006), Η Ελλάδα μετά τα μεσάνυχτα (εκδόσεις Αιγόκερως, 2007), Cineλόγιο (εκδόσεις Οξύ, 2008) και Cine-γραφήματα: 25 κείμενα που θέλατε να διαβάσετε, αλλά δεν ξέρατε που να τα βρείτε (εκδόσεις Αιγόκερως 2020).