Το ερώτημα το έθεσε ο ίδιος ο Αλφόνσο Κουαρόν κρατώντας δύο Χρυσές Σφαίρες στα χέρια του στις 6 Ιανουαρίου, στον πρώτο θρίαμβο που έδρεψε η ταινία του «Ρόμα» στο Χόλιγουντ, ανοίγοντας την περίοδο των κινηματογραφικών βραβείων πριν από τα Όσκαρ.
Όταν ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε εάν η επιλογή του να διανείμει παράλληλα την ταινία του μέσα από τη διαδικτυακή συνδρομητική πλατφόρμα Netflix ενδέχεται να διακυβεύσει την τύχη της, εκείνος απάντησε: «πόσοι εμπορικοί κινηματογράφοι θα προέβαλαν μία ασπρόμαυρη ταινία στα ισπανικά και τα αυτόχθονα μεξικάνικα χωρίς κανέναν κινηματογραφικό αστέρα ως πρωταγωνιστή (εάν δεν ήταν το Netflix;). Γιατί δεν κοιτάζετε τον κατάλογο των ξένων ταινιών που προβάλλονται στις ΗΠΑ φέτος και να συγκρίνετε για πόσο διάστημα προβλήθηκαν; Πόσες προβλήθηκαν σε 70 χιλιοστά;»
Και είχε δίκιο. Το «Ρόμα» είχε μία διανομή στις ΗΠΑ ανήκουστη για ταινία τέχνης και μάλιστα σε ξένη γλώσσα. Κάτι αδιανόητο εξάλλου, λόγω της αντίθεσης των μεγάλων δικτύων διανομής, να προβάλλεται στις αίθουσες μία ταινία που προσφέρεται και στο Netflix. Αυτή η πλατφόρμα streaming θέλει να γίνει ένα μεγάλο στούντιο, να κερδίζει Όσκαρ και να αλλάξει το εμπορικό της μοντέλο. Για να το καταφέρει έπρεπε να προβάλλει στις αίθουσες. Τώρα το κατάφερε και την ίδια στιγμή προκάλεσε έναν διάλογο που όσο εξελίσσεται φέρει μέσα του την ίδια του τη λύση. Με το «Ρόμα» να προβάλλεται σε 900 αίθουσες σε όλον τον κόσμο και να πηγαίνει στα Όσκαρ με δέκα υποψηφιότητες, η πλατφόρμα φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα, αναφέρει το ΑΠΕ.
«Ελπίζω ο Κουαρόν να σαρώσει», τονίζει ο Σαντιάγο Πόθο, ένας Ισπανός παραγωγός και διανομέας της Arenas Entertainment, μίας εταιρείας που ειδικεύεται στο μάρκετινγκ και στις δημόσιες σχέσεις για ταινίες της ισπανικής αγοράς. Ο Πόθο είχε συμμετάσχει στην προώθηση της ταινίας του Κουαρόν στο Λος Άντζελες. «Κατά τη γνώμη μου ο Κουαρόν έχει δίκιο. Το «Ρόμα» δεν είναι οι «Εκδικητές» (Avengers). Οι μη αγγλόφωνες ταινίες δεν έχουν σχεδόν διανομή στις ΗΠΑ. Δεν γνωρίζω κανέναν διανομέα που θα πετύχαινε μία τόσο μεγάλη προβολή σε μία ισπανόφωνη ασπρόμαυρη ταινία. Και πάνω απ’ όλα, ποτέ σε 70 χιλιοστά», προσθέτει.
Ο ίδιος υπενθυμίζει το παράδειγμα της ταινίας «Μια φανταστική γυναίκα», που είχε μεν μεγάλη διανομή στις ΗΠΑ αλλά μόνον αφότου κέρδισε το Όσκαρ: «ξεκίνησε με μια δυό αίθουσες στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες. Μετά το Όσκαρ, η ταινία έφθασε σε 180 αίθουσες και είχε έσοδα μόλις δύο εκατ. δολάρια». Το Netflix «διένειμε το Ρόμα πιο επιθετικά πριν ακόμη κερδίσει το Όσκαρ» από οποιαδήποτε άλλη υποψήφια για βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας φέτος. Κατά τον ίδιο, βάσει της 30χρονης και πλέον πείρας του, η αποκλειστικότητα των κινηματογραφικών αιθουσών θεωρείται στο εξής ένας «προαναγγελθείς θάνατος». Ο Πόθο θεωρεί πως σε μία πενταετία όλες οι ταινίες θα προβάλλονται παράλληλα και σε βίντεο on demand (κατά παραγγελία) και σε αίθουσες.
Αντίθετη γνώμη έχει ο Βίκτορ Μαρτίνες, ιδιοκτήτης της αίθουσας Vista, ενός ιστορικού κινηματογράφου στο Λος Άντζελες, κατασκευασμένου στη δεκαετία του 1920 στη διασταύρωση του Χόλιγουντ Μπούλεβαρντ με το Σάνσετ Μπούλεβαρντ, όπου κάποτε είχε τα στούντιό του ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ. Γι αυτόν, το Netflix μείωσε σκόπιμα τις δυνατότητες να δει κάποιος το «Ρόμα» στον κινηματογράφο για να δημιουργήσει την αίσθηση πως επρόκειτο για κάτι το εξαιρετικό». Και προσθέτει «πολλές μεγάλες αλυσίδες αιθουσών ήταν επιφυλακτικές να προγραμματίσουν την προβολή μίας ταινίας που ταυτόχρονα ήταν στο Netflix. Αλλά με δεδομένο πως ήταν τόσο περιορισμένος ο αριθμός αιθουσών, η πλατφόρμα έπλασε έναν μύθο στο κοινό πως είναι απαραίτητο να δει την ταινία».
Είναι αλήθεια πως για πολλές εβδομάδες κυριαρχούσε μία αναστάτωση σε όλους τους θεατές στο Λος Άντζελες που επιζητούσαν οπωσδήποτε να δουν την ταινία. Η εκστρατεία προώθησής του «Ρόμα», που υπολογίζεται σε τουλάχιστον 30 εκατ. δολάρια, ήταν για τους New York Times υπερβολική, καθώς υπήρχαν λιγοστές πιθανότητες να τη δει κάποιος στο σινεμά. Το μποϊκοτάζ των μεγάλων αλυσίδων δημιούργησε αντιθέτως στους θεατές το αίσθημα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τη δουν.
Για τον Μαρτίνες, εκείνο που μετρά στην ταινία «είναι το θέμα και η ιστορία, όχι οι αστέρες». Αυτό είναι που την έφερε έως τα Όσκαρ. «Από την εμπειρία μου στο Vista, η πλειονότητα των ξένων ταινιών που έχουν καλές κριτικές τα πάνε καλά και στα έσοδα. Στις μέρες μας, οι ασπρόμαυρες ταινίες θεωρούνται καινοτομία και αυτός είναι ένας παράγοντας που προσθέτει αξία και θέλγει το κοινό. Ας μην ξεχνούμε την επιτυχία του “Καλλιτέχνη” στα Όσκαρ», προσθέτει.
Για τον ισπανόφωνο σκηνοθέτη Μιγέλ Κρουθ, που έχει εγκατασταθεί στο Λος Άντζελες, «η περιρρέουσα αναταραχή που προκλήθηκε την ταινία λειτούργησε τέλεια». Αρχικά, τονίζει «υπάρχει ένας σκηνοθέτης με δύο Όσκαρ, που έχει την ελευθερία να φτιάξει μία προσωπική αλλά πολύ λεπτά δοσμένη ταινία, η οποία πίσω από τη φαινομενικά μετριοπαθή αισθητική της και την ανεξαρτησία της περιλαμβάνει μία ποιότητα και μία λεπτολογία που είναι αντάξιες ενός μεγάλου σκηνοθέτη όπως ο Κουαρόν».
Επιπλέον, εξηγεί ο Κρουθ, το «Ρόμα» στηρίχθηκε στις ΗΠΑ σε μία αμερικανική εταιρεία παραγωγής όπως η Participant Media, που ξέρει να αναλαμβάνει ρίσκα και έχει να επιδείξει μεγάλες επιτυχίες, και τέλος έναν διανομέα όπως το Netflix που είδε σε αυτήν ένα νέο προϊόν που του ταιριάζει: με μεγάλη κάθετη διαπερατότητα κι ελκυστικό σε ευρύ φάσμα της αγοράς».
Ο ίδιος είναι ένας από εκείνους που ευελπιστούν πως η μεγάλη αναστάτωση γύρω από το «Ρόμα» δεν θα είναι ευκαιριακή και θα έχει ως αποτέλεσμα να φθάνουν στις αίθουσες και άλλες παραγωγές με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, πέρα από το εμπορικό σινεμά.
Η θύελλα που προκάλεσε το «Ρόμα» διέρρηξε πολλούς από τους απαράβατους κανόνες του Χόλιγουντ που άντεξαν παρά την εμφάνιση της τηλεόρασης, του βίντεο ή του YouTube. Η ποιότητα του «Ρόμα» και η φιλοδοξία του Netflix για Όσκαρ έδωσαν ένα ηχηρό πλήγμα στο κύκλωμα προβολής και διανομής. Μία προσωπική ταινία, ασπρόμαυρη, στα ισπανικά και αυτόχθονα μεξικάνικα, διανεμημένη από μία πλατφόρμα βίντεο που επιπλέον τη δείχνει κατόπιν παραγγελίας στου συνδρομητές της, που προβλήθηκε σε 250 αίθουσες στις ΗΠΑ, την είδε όλο το Χόλιγουντ και είναι υποψήφια για δέκα Όσκαρ. Ο δρόμος για την επόμενη «Ρόμα» φαίνεται πλέον να έχει ανοίξει.