Λίγα πράγματα συγκεντρώνουν κάθε χρόνο τέτοια κινηματογραφική μήνη όπως το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, λες και είναι ο προνομιακός χώρος που διασταυρώνονται όλα τα ξίφη των σινεφίλ.
Δίκαια βραβεία, διακρίσεις συμφέροντος, ακόμα και οφειλόμενα από το παρελθόν χρυσά αγαλματίδια έχουν δει κατά καιρούς πολλοί στις ταινίες που επιβραβεύει η αμερικανική Ακαδημία ως τις καλύτερες της χρονιάς.
Ήδη από το 1929, όταν και ξεκίνησε ο θεσμός των Όσκαρ, οι επικρίσεις δεν έπαψαν ούτε στιγμή και κάποια φιλμ χαρακτηρίστηκαν αμφιλεγόμενα παρά τη βράβευσή τους. Ή, μάλλον, ακριβώς λόγω αυτής!
Συνήθως βέβαια, παρά την κριτική, είναι καλές ταινίες που έχουν κάτι να κομίσουν στα κινηματογραφικά πράγματα. Κι ενώ τις περισσότερες πρόσφατες τις θυμόμαστε όλοι όσοι αγαπάμε την έβδομη τέχνη, κάποια από τα παλιά μεγάλα βραβεία του θεσμού έχουν ξεχαστεί ή περάσει στα «ψιλά» της κινηματογραφίας.
Κρίμα μεγάλο φυσικά όταν μιλάμε για πραγματικά πολύ καλές ταινίες που κέρδισαν επάξια το λαμπρότερο βραβείο του Χόλιγουντ. Πάμε λοιπόν ένα ταξιδάκι στην κινηματογραφική ιστορία για να δούμε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας που ο χρόνος φαίνεται να έχει λησμονήσει…
Το υπέροχο φιλμ του Ρον Χάουαρντ είχε γερό ανταγωνισμό για το μεγάλο βραβείο της βραδιάς, κερδίζοντας στα σημεία το «Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ», το «Μουλέν Ρουζ», τον «Χορό των Τεράτων» και τον πρώτο «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» φυσικά. Η αληθινή ιστορία του μεγαλοφυούς νομπελίστα μαθηματικού Τζον Νας συγκίνησε την κριτική επιτροπή και δικαίως.
Το «Α Beautiful Mind» πραγματεύεται πώς παλεύει ένας άνθρωπος με την ψυχική νόσο για τρεις ολόκληρες δεκαετίες και καταφέρνει να δαμάσει τα συμπτώματά της με αποκλειστικούς αρωγούς τη δύναμη του μυαλού και την αγάπη της συζύγου του. Είναι μια βαθύτατα ανθρώπινη ταινία που χωρίς κραυγές και τυμπανοκρουσίες σε κερδίζει λεπτό το λεπτό με τη γαλήνια ηρεμία που επικρατεί στην επιφάνεια και το συναίσθημα που πάλλεται στην καρδιά της.
Το μόνο κρίμα, το Όσκαρ Α’ Ανδρικού που δεν πήρε ο Ράσελ Κρόου (το είχε πάρει την προηγούμενη χρονιά για τον «Μονομάχο») για τη μοναδική ενσάρκωση των πολλαπλών προσωπικοτήτων του σχιζοφρενούς μαθηματικού. Το γεγονός ότι κατηγορήθηκε πως πατάει πάνω στη δοκιμασμένη οσκαρική συνταγή λίγη σχέση έχει με το ακραιφνώς υπαρξιακό περιεχόμενό της: την τρέλα και τη διάνοια πραγματεύεται, ποια εύκολα μονοπάτια;
Με το μεγάλο Όσκαρ της χρονιάς φλέρταραν περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά υπέροχα φιλμ όπως «Το παιχνίδι των λυγμών», το «Άρωμα γυναίκας», η «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ», ο «Τελευταίος των Μοϊκανών» και ο «Δράκουλας». Μόνο που το χρυσό αγαλματίδιο πήρε το σκοτεινό γουέστερν του Κλιντ Ίστγουντ «Unforgiven» με τους ηλικιωμένους πιστολέρο!
Το καουμπόικο που ήρθε να τελειώσει τα καουμπόικα, όπως το προλόγισε δαιμόνια αμερικανός κριτικός, ήταν πολλά περισσότερα από καυτά εξάσφαιρα και πιστολίδι στο ηλιοβασίλεμα. Ο γέρος και ο μαύρος συνεργάτης του αντιμέτωποι με τη ρατσιστική βία ενός σερίφη ήταν ένα μοτίβο που δεν θα έκανε ποτέ ταινία ο Τζον Φορντ, κι αυτό ήταν το καινούριο που κόμιζε η σκηνοθετική ματιά του ανθρώπου που έγινε γνωστός από τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε.
Ηθικά διλήμματα, βρομιά, εξαιρετική τεχνική, υποδειγματικό μοντάζ και άμεσος ρυθμός απεικονίζουν την Άγρια Δύση με τρόπο που δεν είχε ματαδεί το Χόλιγουντ. Ο νόμος είναι ο κακός στο συναρπαστικό νεο-γουέστερν που απέδειξε πως το είδος παραείναι σκληρό για να πεθάνει…
Ο «Κύκλος των χαμένων ποιητών» έμοιαζε το αδιαφιλονίκητο φαβορί της τελετής, ενώ άλλοι μιλούσαν για το «Αριστερό μου πόδι» και το ιδιαίτερο «Cinema Paradiso», την ίδια στιγμή που υποψήφιοι ήταν τόσο ο «Μπάτμαν» του Τιμ Μπάρτον όσο και ο τρίτος «Ιντιάνα Τζόουνς». Ο «σοφέρ» Μόργκαν Φρίμαν έκλεψε όμως το αγαλματίδιο και τις εντυπώσεις ως μια ακραία τρυφερή ταινία που ξεχείλιζε ανόθευτο συναίσθημα.
Η ταινία του Μπρους Μπέρεσφορντ περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις μιας ξιπασμένης ηλικιωμένης αριστοκράτισσας του αμερικανικού Νότου με τον μαύρο σοφέρ που της φέρνει ο γιος της για βοήθεια. Η γλυκόπικρη κομεντί ανάμεσα στη στριφνή χήρα και τον καλοσυνάτο σοφέρ της μπόλιασε ιδανικά χιούμορ και δράμα, απαθανατίζοντας στο πανί το πλήρες φάσμα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης ετερόκλητων χαρακτήρων.
Οσκαρικές ήταν οι ερμηνείες και των δύο πρωταγωνιστών και η ιδιαίτερη χήρα Τζέσικα Τάντι έφυγε πράγματι με το Όσκαρ Α’ Γυναικείου, αφήνοντας στην 62η τελετή τον «σοφέρ» της Μόργκαν Φρίμαν να την καταχειροκροτεί με πάθος…
Ποιος θυμάται σήμερα το «Ordinary People»; Μια ταινία για συνηθισμένους ανθρώπους που δεν φαίνονται να έχουν τίποτα το αξιοσημείωτο; Στην επιφάνεια πάντα, καθώς κάτω από την ψευδεπίγραφη κανονικότητα η αγία οικογένεια μόνο συνηθισμένη δεν είναι. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ έκλεψε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από το «Οργισμένο είδωλο», την «Τες» του Πολάνσκι και το δεύτερο «Star Wars» γιατί μόνο συνηθισμένο δεν ήταν.
Ένας έφηβος προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του, όπως και οι γονείς του δηλαδή, να ισορροπήσουν εκ νέου στα καινούρια δεδομένα της ζωής τους. Η διεισδυτική αυτή ανατομία της μεσοαστικής οικογένειας ξεκινά από μια τραγωδία για να φέρει στον αφρό όλα αυτά που καλύτερα να έμεναν θαμμένα για πάντα.
Έφυγε με 4 Όσκαρ, σάρωσε στις Χρυσές Σφαίρες και είπε μεγαλόστομα πως τίποτα το συνηθισμένο δεν υπάρχει σε μια συνηθισμένη οικογένεια. Και το είπε με οξυδερκή, άμεσο και εξαιρετικά τρυφερό τρόπο…
«Βιολιστής στη στέγη» και «Κουρδιστό πορτοκάλι» επικρατούσαν στα στοιχήματα για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ήταν όμως το πολυεπίπεδο και βίαιο «The French Connection» του Γουίλιαμ Φρίντκιν αυτό που στέφθηκε νικητής, γεννώντας από μόνο του μια νέα σχολή στο αστυνομικό θρίλερ.
Δύο νεοϋορκέζοι αστυνομικοί αναλαμβάνουν μια υπόθεση διακίνησης ηρωίνης με παρακλάδια στη Γαλλία. Αυτή είναι η υπόθεση του φιλμ που περιλαμβάνει μια σκηνή κινηματογραφικής ανθολογίας, ως η καλύτερη ίσως καταδίωξη (υπόγειου συρμού από αυτοκίνητο!) που είδαμε ποτέ στο πανί, συνταιριάζοντάς τη με εξαίσια δράση, ρεαλιστική πρόζα, αμοραλιστικούς χαρακτήρες και μεγάλες ερμηνείες που δεν συναντάς ακριβώς σε αστυνομικά.
Τα 5 Όσκαρ φάνταζαν υπερβολικά, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι κριτικοί, τέτοια ήταν όμως η σαγήνη του «Ανθρώπου από τη Γαλλία» και του φρενιασμένου πρωταγωνιστή της Τζιν Χάκμαν που κανείς δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Μια μουντή πόλη απέναντι σε έναν ιλιγγιώδη ρυθμό, ένας μηδενιστής και εθισμένος στην αδρεναλίνη αστυνομικός απέναντι στον νόμο τον ίδιο. Ένα εξαιρετικά σκληρό αστυνομικό θρίλερ που μετατρέπει το κυνηγητό σε σωστό υπαρξιακό εφιάλτη…
Τα Όσκαρ φιλοξενούσαν εκείνη τη χρονιά παραγωγές-διαμάντια: «Μπόνι και Κλάιντ», «Ο πρωτάρης», «Και οι 12 ήταν καθάρματα», «Μάντεψε ποιος θα ’ρθει το βράδυ» και δεν συμμαζεύεται. Γιατί σάρωσε τότε αυτό το υποτονικό αστυνομικό «In the Heat of the Night» του Νόρμαν Τζούισον με τον μαύρο που καταφτάνει στον Νότο για να διαλευκάνει ένα έγκλημα και συλλαμβάνεται ως ύποπτος;
Αν πρέπει να το πούμε, γιατί είναι μεγάλη ταινία, σταθμός στα αστυνομικά που δεν θέλουν να εξαντληθούν στο κυνηγητό! Το ρατσιστικό Μισισίπι της δεκαετίας του 1960 υποδέχεται τον καλοντυμένο και ελαφρώς αλαζόνα Αφρο-Αμερικανό από τη Φιλαδέλφεια (Σίντνεϊ Πουατιέ) για να βρεθεί αμέσως στη στενή ως βασικός ένοχος για τον φόνο ενός λευκού επιχειρηματία. Σωστή τιτανομαχία χαρακτήρων εδώ, Σίντνεϊ Πουατιέ εναντίον Ροντ Στάιγκερ, και σε πρωταγωνιστικό ρόλο οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες και ο ρατσισμός μιας εποχής που δεν φαίνεται να έχει υποχωρήσει ούτε σπιθαμή.
Πέντε Όσκαρ και 3 Χρυσές Σφαίρες αργότερα, η λιτή και στιλιζαρισμένη «Ιστορία ενός εγκλήματος» παραμένει διαχρονικά επίκαιρη μιλώντας για τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής και τη μισαλλοδοξία με κοινωνικά ευαίσθητο και τολμηρό τρόπο. Όσο για την κινηματογραφική αλληλεπίδραση Πουατιέ και Στάιγκερ και την προοδευτική διαμόρφωση μιας φιλίας, παραμένει σταθερά απολαυστικότατη. Tο πρώτο καθαρόαιμo αστυνομικό που τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας…