Παρακολουθώντας την εξαιρετική παράσταση συγκλονίστηκα από το φως της ηθικής ομορφιάς και ανωτερότητας των σύνθετων χαρακτήρων, ενώ βασανίστηκα από τον βρόχο του επικείμενου καταστροφικού τους τέλος.
Γράφει η Χαρά Κιούση
Κι’ όλο αυτό μου γέννησε επιπροσθέτως συναισθήματα σχετικά με την αυτοπροστασία της πολιτείας απέναντι στους ενοχλητικούς εχθρούς της, που συχνά αντί για σωφρονισμό καταφεύγει στην εκδίκηση.
Σε μια περίοδο ιστορικής αναταραχής, που οι επαναστατικές ανησυχίες έβρισκαν διέξοδο στη λογοτεχνία, ο Λεονίντ Αντρέγιεφ με το έργο του «Μια διήγηση για τους επτά κρεμασμένους» στηλιτεύει τις εκτελέσεις των εξεγειρομένων από την Τσαρική εξουσία και την ίδια την έννοια τής θανατικής ποινής. Ο μανιοκαταθλιπτικός συγγραφέας, σκοτεινός κι’ απαισιόδοξος, προσδίδει στα κείμενά του κλίμα ζοφερό.
Γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ως «παραμόρωση» του ρεαλισμού, ανοιγόμενα στον μοντερνισμό μέσα από την προσωπική του «ιδεολογία της απελπισίας», αναδεικνύοντας τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Αντρέγιεφ εμπνέεται από ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στη Ρωσία του 1908, καθώς εφτά άνθρωποι καταδικάζονται σε ατιμωτικό θάνατο δια απαγχονισμού. Οι πέντε (Σεργκέϊ Γκαλάβιν, Βέρνερ, Βασίλι Κασίριν, η γλυκιά Μούσια και η Τάνια Καβαλτσούκ) είναι μέλη μιας μικρής επαναστατικής ομάδας που συλλαμβάνονται με την κατηγορία απόπειρας δολοφονίας ενός υπουργού της τσαρικής κυβέρνησης.
Οι άλλοι δύο ποινικοί εγκληματίες είναι ο τσιγγάνος Γκολουμπέτς που συνελήφθη για κλοπή κι’ ένας Εσθονός, ο Ιβάν, που κατηγορείται για την δολοφονία του αφεντικού του και την απόπειρα βιασμού της γυναίκας του.
Το έργο -σε εύγλωττη μετάφραση της Μαρίνας Λιώμη- διασκευασμένο θεατρικά από την Αγγελική Πασπαλιάρη (συνσκηνοθετεί την παράσταση με τον Κωνσταντίνο Γώγουλο) κινείται με ευρύτητα λόγου που σπάει κόκαλα και θυμικού, σ’ ένα λαβύρινθο νοημάτων με μίτο λυτρωτικό την αγάπη. Οι ήρωες «με αντιφάσεις ή αναβρασμούς του ενστίκτου» φοβισμένοι, προκλητικά αδιάφοροι, κυνικά συμπεριφερόμενοι με ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, επιθετικότητα, προστριβές, ρίχνοντας ευθύνες ο ένας στον άλλο, κάπως αποξενωμένοι σ’ ένα περιβάλλον φριχτής απελπισίας, θλιβεροί με σπασμένο ηθικό, ασφυκτιούν προσωρινά ηττημένοι.
Για να επανέλθουν πιο ψύχραιμοι, υπομονετικοί, καρτερικοί και αλληλέγγυοι ψαχουλεύοντας μνήμες κι’ αναμνήσεις, ακυρωμένες προσδοκίες και οράματα. Διαπιστώνοντας πόσο άδειος, πόσο κενός είναι ο κόσμος, πόσο μάταια ήταν όλα. Παραδεχόμενοι και εξακολουθώντας να υπερασπίζονται τα πιστεύω τους, καθώς και «τις ιδέες που δεν αισθάνονται φόβο, για τις οποίες θα εκτελεσθούν αλλά δεν θα πεθάνουν ζώντας για την ελπίδα».
Οι γεμάτες ψυχή ερμηνείες των ηθοποιών, περιμένοντας την σκηνική τους εις θάνατον εκτέλεση, έδωσαν σχήμα και πνεύμα στο «αδιανόητο και καταστροφικό τέλος». Στο ασφυκτικό συναίσθημα των θεατών και στις συγκινησιακές εντάσεις έδωσαν πνοές και ανάσες οι αξιόλογες ερμηνείες της Αγγελικής Πασπαλιάρη – Τάνιας που ζει το μαρτύριο με «ψεύτικη ψυχραιμία» και της Αθανασίας Κουρκάκη – Μούσιας με «την αγνή καρδιά». Ο συγγραφέας εδώ αποτίει φόρο τιμής στις γυναίκες, που ξέρουν να κατευνάζουν το αψίκορο στον χαρακτήρα των συντρόφων τους. Πιστεύω πως τον πιο τραβηχτικό ήρωα, τον γραφικό τσιγγάνο ερμήνευσε ο Στέργιος Κοντακώτης.
Φωνακλάς, θορυβώδης, σκανταλιάρης με λοξές ματιές και ψιτ – ψιτ στις συγκρατούμενες, γήινος με χορό και τραγούδι έτσι στο ξεκάρφωτο έως κάποιο σημείο ξεπερνά το φόβο, που τελικά θα τον νικήσει. Στο ρόλο του Βέρνερ ο Κωνσταντίνος Γώγουλος χτίζει μιαν αινιγματική ηγετική παρουσία.
Ως αξιωματικός Σεργκέϊ ο Δημήτρης Παπαβασιλείου παίζει με νεύρο, ενέργεια, δραματικότητα έντονη για να αντέξει τους σιωπηλούς αποχαιρετισμούς και όλο το βάσανο, που του στερεί την αναγκαία ηρωικότητα. Ο Χάρης Χιώτης είναι συγκινητικός ως φοβισμένος και ανεξέλεγκτος Βασίλι. Παγώνεις στη σκηνή που έρχεται στα χέρια με τον σύντροφό του. Σε παρασέρνει να τον λυπηθείς, να τον αποδεχθείς ως ξένο και κατατρεγμένο ο στυγερός εγκληματίας Ιβάν – Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, που κάθε άλλο παρά τέτοιος δείχνει. Κάνει υποκριτική θηλιά το μακρύ κασκόλ του, ικετεύοντας εις μάτην την φιλευσπλαχνία.
Τις αξιοπρεπείς παρουσίες των ηθοποιών ενδυματολογικά φροντίζει η Ιωάννα Πλέσσα, με επιμελώς στραπατσαρισμένα -όπως οι ζωές- κοστούμια. Την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του σκηνικού κελιού, που την ορίζει ένα ξύλινο μικρό δάπεδο, ένας μικρός φεγγίτης και ένα σχοινί που καταλήγει σ’ ένα ρολόι – αγχόνη, επιφορτίζουν οι ήπιοι φωτισμοί του Κωνσταντίνου Αναγνώστου, το ουρλιαχτό των λύκων – ανθρώπων και το ομαδικό λυπητερό τραγούδι. Δύο βήματα πίσω, αποχαιρετισμοί καθώς ο θάνατος τους συμφιλιώνει όλους και το τραγικό «εις το επανιδείν», ανυψώνουν το αμετάκλητο τετελεσμένο σε ύμνο για τη ζωή.
Συντελεστές
Δραματουργική επεξεργασία – Πρωτότυπα κείμενα: Αγγελική Πασπαλιάρη.
Η νουβέλα «Οι επτά κρεμασμένοι», στην οποία βασίστηκε το θεατρικό έργο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αστάρτη σε μετάφραση Μαρίνας Λιώμη.
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γώγουλος – Αγγελική Πασπαλιάρη
Σκηνική Εγκατάσταση – Κοστούμια: Ιωάννα Πλέσσα
Σχεδιασμός ήχου: Ιάκωβος Δρόσος
Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Αναγνώστου
Μουσική διδασκαλία: Βαλέρια Δημητριάδου
Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Poster artwork: George Giannimpas
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Χαρά Κρόμπα
Παραγωγή: Constantly Productions
Παίζουν: Κων/νος Γώγουλος, Κων/νος Δαλαμάγκας, Στέργιος Κοντακιώτης, Αθανασία Κουρκάκη, Δημήτρης Παπαβασιλείου, Αγγελική Πασπαλιάρη, Χάρης Χιώτης
Πληροφορίες:
Tempus Verum-Εν Αθήναις: Ιάκχου 19, Γκάζι /τηλέφωνο κρατήσεων 21 0342 5170
Πρεμιέρα: 5 Μαρτίου
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 (μέχρι 3/4)
Εισιτήρια: 12 ευρώ (κανονικό), 8 ευρώ (μειωμένο), 5 ευρώ (ατέλειες)
Διάρκεια: 70 λεπτά