«Δεν πρόκειται για μια πολιτική παράσταση, αλλά για μια παράσταση με αντικείμενο την πολιτική» δηλώνει ο Ζοέλ Πομερά που φιλοξενείται και πάλι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το «Όλα θα πάνε καλά (1), το τέλος του Λουδοβίκου» (βραβείο Μολιέρου 2016) που σκηνοθετείται από τον ίδιο σε δραματουργία της Μαριόν Μπουντιέ, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Γράφει η Χαρά Κιούση
Όπως λέει ο ίδιος ο Πομερά «δεν γράφω ένα έργο, γράφω ένα θέαμα». Στο Ça ira η Στέγη μεταμορφώνεται σε Κοινοβούλιο, για να παρουσιαστεί από τον εξαιρετικό θίασο το σύγχρονο πρόσωπο της ιστορίας. Δυο αιώνες μετά την Γαλλική επανάσταση οι θεατές διαπιστώνουν ότι οι ανάγκες και οι αναζητήσεις του κόσμου, εξακολουθούν να είναι ίδιες.
Η παράσταση – θέαμα , αποτέλεσμα μιας πολυπρόσωπης επιμελημένης συνεργασίας, δείχνει το πέρασμα από την ολιγαρχία στο δημοκρατικό σύστημα. Το πως θεμελιώθηκε, το πως συγκροτήθηκε προτείνοντας στον θεατή να αναζητήσει και να προεκτείνει μέσα του, την πολιτική υποκρισία της αβεβαιότητας και την υπαρξιακή αγωνία του κόσμου.
Τέσσερις ώρες και δεκαπέντε λεπτά ζωηρότατης σκηνικής πράξης αρκούν για να δει το κοινό, το τι παίζεται πίσω από την πλάτη του. Το πλήθος των ηθοποιών με ζήλο άλλοτε στα έδρανα επί σκηνής, κι άλλοτε ως μέλη της Συνέλευσης – θεατές ερμηνεύουν δεκάδες ιστορικά πρόσωπα χωρίς να κατονομάζονται.
Βασιλείς, πρόεδροι, βουλευτές, καρδινάλιοι, αγανακτισμένοι και επαναστάτες μας βάζουν πιο βαθιά σε ό,τι συμβαίνει εδώ και τώρα. Σ’ ένα λιτότατο σκηνικό που εκμεταλλεύεται το εύρος της σκηνής, ξεπηδά γριφώδης η ιστορία. Φραστικές επιθέσεις κι έντονες διενέξεις, αντιδράσεις, γιουχαΐσματα και χειροκροτήματα, αποδοκιμασίες στην αδιαλλαξία και στο υποκριτικό παιχνίδι των προνομιούχων τάξεων ανάβουν τα αίματα, κι έρχονται στα
χέρια οι πιο θερμόαιμοι της Συνέλευσης.
Ένθερμοι απελπισμένοι πολίτες ζητούν τα δίκια τους, ενώ τα όσα συμβαίνουν στους δρόμους του Παρισιού τα πληροφορούμεθα από αυτόπτες μάρτυρες που καταφεύγουν εκεί. Καπνογόνα, πυροβολισμοί, ομοβροντίες κανονιών, η άμεση αναμετάδοση των γεγονότων απ’ ευθείας από τις Βερσαλίες και την εθνοσυνέλευση, selfies, φωτορυθμικά και σύγχρονα τραγούδια στη θέση της Μασσαλιώτιδας, ήχοι διάφοροι και επικά τύμπανα μιλούν για το θάνατο στους δρόμους.
Ένα θάνατο ενδεδυμένο με αυστηρά κοστούμια εποχής για την ανώτερη τάξη και ταπεινά κι’ απλά για τους εκπροσώπους του λαού.
Η παράσταση αρχίζει με την παρουσίαση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης της Γαλλίας, που το 1787 βρίσκεται σε πόλεμο σχεδόν με όλη την Ευρώπη. Το χρέος που επωμίστηκε με την ανάμειξή της στον Πόλεμο Ανεξαρτησίας της Αμερικής, οι λανθασμένες πολιτικές του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, οι σπατάλες της Αυλής, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι κακές σοδειές εκτινάσσουν την τιμή του ψωμιού στα ύψη και οδηγούν σε επισιτιστική κρίση.
Ο λαός λιμοκτονεί, ο αποκλεισμός εξοργίζει την εμπορική και βιομηχανική τάξη και οι «αβράκωτοι επαναστάτες» – τρομοκράτες παίρνουν δραστικά μέτρα και το Παρίσι νοιώθει πλέον «τη ναυτία της καρμανιόλας».
Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄συγκαλεί τη Συνέλευση των Τριών Τάξεων. Αριστοκρατία και Κλήρος συμμαχούν και η Τρίτη τάξη που εκπροσωπεί το λαό, αρνείται να συνεχίσει τις εργασίες της.
Οι Παριζιάνοι φοβούμενοι τη στρατιωτική καταστολή οπλίζονται και επιχειρούν έφοδο στη κεντρική φυλακή (Βαστίλη). Ο βασιλιάς προσπαθεί να εκτονώσει την κατάσταση και ενώ η Συνέλευση εργάζεται για τη σύνταξη του Συντάγματος, η βία γενικεύεται.
Το χάσμα ανάμεσα στο λαό και στην εξουσία μεγαλώνει, εξοργισμένες γυναίκες εισβάλλουν στις Βερσαλίες, ενώ η απόπειρα διαφυγής της βασιλικής οικογένειας καταλήγει στη σύλληψή τους. Έτσι ψηφίζεται το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλίας, εγκαθιδρύοντας το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας.
Η παράσταση κατόρθωσε να βιώσει ο θεατής την πνευματική ανεντιμότητα και να αναρωτηθεί πώς η Ευρωπαϊκή ιδέα έφθασε στη καρμανιόλα.
Αυτό που μένει; Η προτροπή. «Βάλτε τέλος στην αδράνεια. Ας δώσουμε στην αλήθεια μια θέση στην κοινωνία». Για να πάνε «Όλα καλά».
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Joël Pommerat
Με τους: Saadia Bentaïeb, Agnès Berthon, Yannick Choirat, Eric Feldman, Philippe Frécon, Yvain Juillard, Anthony Moreau, Ruth Olaizola, Gérard Potier, Anne Rotger, David Sighicelli, Maxime Tshibangu, Simon Verjans, Bogdan Zamfir
Σχεδιασμός Σκηνικών & Φωτισμών: Eric Soyer
Σχεδιασμός Κοστουμιών & Εικαστική Έρευνα: Isabelle Deffin
Ήχος: François Leymarie
Μουσική έρευνα: Gilles Rico
Έρευνα ήχου και χωρικότητας: Grégoire Leymarie & Manuel Poletti
(MusicUnit/ Ircam)
Δραματουργία: Marion Boudier
Καλλιτεχνική συνεργασία: Marie Piemontese, Philippe Carbonneaux
Σύμβουλος ιστορικών θεμάτων: Guillaume Mazeau
Βοηθός δραματουργίας & τεκμηρίωσης: Guillaume Lambert
Βοηθοί του Forces vives: David Charier, Lucia Trotta
Βοηθός Σκηνοθέτη: Lucia Trotta
Τεχνική Διεύθυνση: Emmanuel Abate
Κατασκευή Σκηνικού: Ateliers de Nanterre-Amandiers
Φορητή κατασκευή: Thomas Ramon – Artom
Τεχνικός φωτισμών: Julien Chatenet
Τεχνικός ήχου: Philippe Perrin
Τεχνικοί σκηνής: Mathieu Mironnet, Pierre-Yves Le Borgne, Ludovic Velon
Ενδυματολόγοι: Claire Lezer, Lise Crétiaux
Ηλεκτρολόγος: Laurent Berger
Μετάφραση στα ελληνικά: Λουίζα Μητσάκου